Πέντε στάσεις
12 MAKHΣ ΤΣΙΤΑΣ Ώρες ολόκληρες. Γιατί τα περνούσα όλα, ακόμα και τα εσώρουχα και τις κάλτσες. Δεν μπορούσα να δι- ανοηθώ πως θα έμπαινε κάτι στο συρτάρι μου ασι- δέρωτο. Γιατί; Ξέρω ’γώ, γιατί είχα κάλο στον εγκέ- φαλο. Αλλά μη νομίζεις και τώρα ακόμα το ίδιο κάνω. Προσπάθησα να το αποβάλω, αλλά δεν τα κατάφερα. Ακόμα και τώρα με τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου φοράει σιδερωμένα σώβρακα, σιδερω- μένες κάλτσες, έχει σιδερωμένες πετσέτες. Όλη την ώρα με βάζει τις φωνές. «Τι τα σιδερώνεις αυτά βρε κορίτσι μου, τι τα σι- δερώνεις»; «Ε, αφού έχω το σίδερο αναμμένο» λέω «αυτά να τ’ αφήσω έτσι;» Δεν με πάει η καρδιά. Από φοιτήτρια ήμουν έτσι, απ’ τα δεκαοχτώ που έφυγα απ’ το χωριό και ήρθα στη Θεσσαλονίκη να σπουδάσω. Τ ον γνώρισα το ’77, όταν ήμουν στο δεύτερο έτος και κατέβηκα στην Αθήνα για να κάνω Χριστούγεν- να με τους θείους μου. Με είχε φάει η ξαδέρφη μου η Τούλα «έλα» κι «έλα, θα περάσουμε ωραία». Δεν
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=