Πέντε στάσεις

ΠΕΝΤΕ ΣΤΑΣΕΙΣ 11 Είχαμε μια γειτόνισσα δασκάλα σε Δημοτικό και ο άντρα της στην Πολεοδομία. Στα τόσα χρόνια που την ήξερα ζήτημα ήταν αν την είχα δει δέκα φορές να μαγειρεύει – όλο απέξω έπαιρναν. Δασκάλα ήταν, βρε παιδί μου, πόσες ώρες δούλευε πια; Μιάμιση ήταν σπίτι. Κι όμως έλεγε «είμαι πτώμα». Και κανείς δεν παραπονιόταν. Κάθε μέρα παράγγελναν απέξω. Τα ντελίβερι χτυπούσαν όλη την ώρα τα κουδούνια: σουβλάκια, πίτσες, χάμπουργκερ – όλα τα σκατο- λοΐδια τα ανθυγιεινά. Εγώ να πάρω απέξω; Ούτε να το διανοηθώ μπο- ρούσα. Ακόμα και πίτσα όταν θέλαν τα παιδιά εγώ την έφτιαχνα. Είχα κάθε μέρα έτοιμο μαγειρευτό φαγητό. Τα παιδιά ερχόντουσαν απ’ το σχολείο και έτρωγαν νωρίτερα, δεν είχαν υπομονή να περιμέ- νουν. Οι δυο μας τρώγαμε ύστερα. Με το που τελειώναμε, έπεφτα με τα μούτρα στις δουλειές. Ήθελα να είναι όλα στην τρίχα. Το μεσημέρι δεν κοιμόμουνα ποτέ αν και ήμουν από τις πέντε το πρωί στο πόδι. Το βράδυ όμως με έπαιρνε νωρίς ο ύπνος δέκα-έντεκα. Συνήθως στον καναπέ με την τηλεόραση ανοιχτή. Τον πιο πολύ χρόνο μού τον έτρωγε το σίδερο.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=