Πάθος

A N N I E E R N A U X 14 γουρα θα με εμπόδιζαν ν’ ακούσω το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Κάθε φορά που χτυπούσε, μια ελπίδα με ρήμαζε που εν γένει κρατούσε μέχρις ότου σηκώσω αργά αργά το ακουστικό και πω εμπρός, λέγετε παρακαλώ. Όταν συνειδητοποιού- σα πως δεν ήταν αυτός, βυθιζόμουν σε τέτοια απελπισία που μισούσα πάραυτα το πρόσωπο που βρισκόταν στην άλλη άκρη της γραμμής. Μόλις άκουγα τη φωνή του Α., η ατελείωτη προσμονή μου, οδυνηρή, απαρέγκλιτα διανθισμένη με ζήλια, εξαφανιζόταν τόσο γρήγορα που αισθανόμουν πως είχα τρελαθεί και αίφνης ξανάβρισκα τα λογικά μου. Εκπλησσόμουν από την ασημαντότητα, αν το καλοεξετάσεις, αυτής της φωνής και από την υπέρμετρη σημασία που είχε στη ζωή μου. Αν μου έλεγε πως θα ερχόταν σε μια ώρα –βρή- κε μια «ευκαιρία», δηλαδή ένα πρόσχημα για να αργήσει χωρίς να τον υποψιαστεί η γυναίκα του–, έμπαινα σε μια άλλη φάση προσμονής, δίχως σκέ- ψη, δίχως καν πόθο (σε σημείο που αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να φτάσω σε οργασμό), ξεχειλί- ζοντας από μια πυρετώδη ενέργεια για πράγματα που ήμουν παντελώς ανίκανη να βάλω σε τάξη: να κάνω ντους, να βγάλω ποτήρια, να βάψω τα νύχια μου, να σφουγγαρίσω στα γρήγορα. Δεν ήξε- ρα καν ποιον περίμενα. Βρισκόμουν εξ ολοκλήρου στο έλεος τούτης της στιγμής –που όσο πλησίαζε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=