Πάρε ανάσα

Π Α Ρ Ε Α Ν Α Σ Α 13 στο φαγωμένο σκαρί, ζώντας σε ένα από τα παραπήγματα του οικισμού των ψαράδων στο Δέλτα των ποταμών Αξιού-Λουδία- Αλιάκμονα, στον δυτικό Θερμαϊκό κόλπο. Πέρασε μια ζωή πα- στωμένος στις μυδοκαλλιέργειες, συνεχίζοντας την οικογενεια- κή παράδοση από παππού σε πατέρα και σίγουρος πως εκείνος ήταν ο τελευταίος κάτοχος της κληρονομιάς. «Πάμε πρώτα τους αρμαθούς στα πλωτά. Ίσα αριστερά» εξήγησε ο καπετάνιος και ο ήχος της μηχανής κάλυψε το κρώ- ξιμο των γλάρων καθώς το καΐκι έβγαινε από το λιμάνι. Δέκα λεπτά αργότερα, και πάνω που το πλήρωμα συνήθιζε τη βαβούρα της προπέλας, ο θόρυβος κόπασε. Το ξύλινο σκαρί πλεύρισε τους πρώτους πλωτήρες, που σηματοδοτούσαν τα μέρη όπου τα σχοινιά συγκρατούσαν δεσμίδες με αρμαθιές μυδιών βουτηγμένες στο νερό. Οι δυο παραγιοί έβαλαν αμέσως μπρος τη μηχανή συλλογής και με γάντζους έπιασαν και έσυραν τις αρμαθιές στην άκρη του ανυψωτικού, μέχρι που ο κύλινδρος τις στρίμωξε στις δαγκάνες του και άρχισε να τις τραβά πάνω στο καΐκι. Δεν είχαν περάσει πέντε λεπτά στα πρώτα πλωτά, όταν άκουσαν τις φωνές του καπετάνιου: «Στα δεξιά, γαμώτο σας!» Κοίταξαν εκεί που τους έδειχνε ο καπετάν Νικόλας. Στην αρχή πίστεψαν πως ήταν κάποια φώκια, ένα κούτσουρο μεγά- λο, κάτι που θα τους έκανε να πιστεύουν ακόμη στον Θεό και στα πλάσματά του. Αν υπήρχε Θεός, σίγουρα δεν ήταν με το μέρος του ανθρώπου που έπλεε νεκρός δίπλα σε έναν φυκιασμένο μπλε πλωτήρα. Ο πενηνταπεντάρης διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος Χα- λάστρας ίσιωσε με το χέρι του τα μπροστινά αραιά μαλλιά του, προσπαθώντας αφενός να κρύψει το κενό στη βάση του κεφαλιού και αφετέρου να κερδίσει χρόνο όταν ο καπετάν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=