Πάρε ανάσα

Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Σ Σ Ι Μ Ο Σ 12 Τον ενοχλούν τα ρούχα, τα χέρια του πονάνε στις αρθρώσεις. Κουπιά με την κουπιά απομακρύνεται στην άβυσσο της σκο- τεινής νύχτας. Οι νυχτοβάτες πετούν κοντά του, τους ακούει να τον προει- δοποιούν να γυρίσει. Δεν μπορεί να γυρίσει. Είναι δική του ιδέα όλο αυτό. Δικό του δημιούργημα. Για πρώτη φορά νιώθει το νερό να βρέχει τα χέρια του. Τα κουπιά μένουν στη θέση τους, αλλά το νερό παφλάζει, φουσκώ- νει, κουνά το ξύλινο σκαρί. Οι νυχτοβάτες κράζουν πάνω από το κεφάλι του. Θέλει να πιστέψει πως τα ζώα είναι εκείνα που φοβούνται, αλλά δεν τα καταφέρνει. Ο ίδιος είναι που φοβάται. Κοιτά την επιφάνεια του νερού, μια μαύρη επιδερμίδα απλώνεται στην αρχή μερικά μέτρα γύρω του και στη συνέχεια καλύπτει σαν μαύρη μπογιά τα πάντα. Ο άντρας δεν είναι μόνος του στη βάρκα. Αποφασίζει για μια στιγμή να κοιτάξει πίσω. Δεν υπάρχει αρχή, το έρεβος έχει σκεπάσει την ακτή. Τώρα πια ξέρει. Δεν έπρεπε να παρασυρθεί μακριά από τους νυχτοβάτες, δεν έπρεπε να μπει ποτέ σε αυτή τη βάρκα. Ο ήχος από τα βήματα του καπετάν Νικόλα πάνω στο σκαρί του αλιευτικού ΕΛΠΙΔΑ έφτασε στα αυτιά των δύο παραγιών του πριν αντικρίσουν τη φιγούρα του καπετάνιου με τα λευκά μούσια και τα κατσαρά μαλλιά να ανάβει τσιγάρο. Ο καπετάν Νικόλας κοίταξε τον ορίζοντα, ενώ ο νεότερος από τα δυο παι- δαρέλια του πληρώματος έπιασε να επιθεωρεί το βίντσι πάνω στο αλιευτικό, αποφεύγοντας τις κουβέντες με τον καπετάνιο. Κανείς δεν είχε όρεξη για λόγια σε αυτή τη δουλειά, λες και η λιμνοθάλασσα είχε μοιράσει την ησυχία της ισομερώς και στους τρεις τους. Τριάντα τέσσερα χρόνια μετρούσε ο καπετάν Νικόλας πάνω

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=