Πάρε ανάσα

11 Τ ο κουπί ακουμπά διστακτικά το νερό, όπως ένα εφηβικό χέρι ψηλαφίζει για πρώτη φορά το ερωτικό κορμί του παρ- τενέρ του. Ύστερα έρχεται η εξοικείωση, η απελευθέρωση, και το κουπί βυθίζεται στο υγρό στοιχείο. Πρώτα το δεξί κουπί, μετά το αριστερό, ύστερα ταυτόχρονα και πάλι από την αρχή, ώσπου το νερό να αποδεχτεί πως ο κωπηλάτης πάνω στη βάρ- κα έχει αποφασίσει να ταράξει την ακινησία του. Χρειάζεται λιγότερο από ένα λεπτό για να πειστούν τα που- λιά της ακτής πως η βάρκα βρισκόταν εκεί πριν από εκείνα, να την αποδεχτούν ως μέρος του βιότοπου και να πάψουν να δια- μαρτύρονται. Προηγείται ο ήχος από τον παφλασμό και ύστερα τα κρωξίματα σταματούν τόσο ξαφνικά όσο απότομα ξεκίνησαν. Όλα έχουν προλάβει να πάρουν τη θέση τους: η βάρκα στη λιμνοθάλασσα, τα αρπακτικά στις ακτές, οι καλύβες των ψα- ράδων δίπλα στο νερό. Μια νυχτερινή εικόνα τοποθετημένη αρμονικά στο οπτικό σου πεδίο, σαν φύλλο που κυλά στο πο- τάμι αποφεύγοντας τα βράχια. Και όμως, μέσα σε αυτή τη ζωγραφιά ένας παρατηρητικός θεατής θα διαπίστωνε πως η εικόνα αρμονίας λερώνεται από μια ανεπαίσθητη ανωμαλία. Ο άντρας στη βάρκα δεν είναι ξωτικό, είναι όμως ακόμη ζωντανός, γεμάτος με καυτό αίμα να κυλά στα σωθικά του. Η σιωπή τον αναγκάζει να ακούσει την ανάσα του. Έχει αρχίσει να κουράζεται και δεν σπρώχνει το νερό το ίδιο εύκολα πια. Οι άκρες από τα κουπιά τώρα τσιμπάνε επιφανειακά το νερό σαν φοβισμένα κουνούπια. Ο άντρας με τα κουπιά δεν αντέχει άλλο να συγχρονίσει με ακρίβεια τις κινήσεις του και η ξύλινη βάρκα πλέει όλο και πιο πολύ στο κέντρο της λιμνοθάλασσας, αντί να κινείται στην ακτή.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=