Πάρε ανάσα

Π Α Ρ Ε Α Ν Α Σ Α 15 «Γιατί, ψέματα λέω;» «Δεν βρήκες κάνα πνιγμένο βόδι, άνθρωπο βρήκες». «Κάνας πούστης που θα τα είχε πιει και βούτηξε είναι, τι σκας;» «Έχεις δει πολλούς να δένονται με σχοινιά από τους πλω- τήρες σου και να φορούν τα ρούχα τους;» Ο Καλίδης πλησίασε τον καπετάνιο προσπαθώντας να πνίξει την παρόρμηση να του ρίξει μια γεμάτη μπουνιά μέσα στα μούτρα. «Τελείωσε τη δουλειά σου πρώτα, αφού δεν είσαι του Δη- μοσίου, μάζεψε τα ρημαδομύδια σου και το απόγευμα πέρνα από το Τμήμα να σε κεράσω καφέ. Όλοι σας. Στο Τμήμα. Για καφέ!» πρόσταξε. Ο Καλίδης έσκυψε πάνω από τον νεκρό άντρα, προσπάθησε να τον φανταστεί χωρίς το μακιγιάζ, ενώ οι πρώτοι περίεργοι άρχισαν να πλησιάζουν προς το περιπολικό που είχε κλείσει τον δρόμο. Άκουσε τους ψαράδες να διαμαρτύρονται που δεν τους άφηναν να περάσουν. «Πού στον διάολο είναι το ασθενοφόρο;» αναρωτήθηκε, ενώ οι φωνές γύρω του δυνάμωναν στα αυτιά του σαν ενοχλητικές μύγες: «Τι έγινε εδώ;» «Τι είναι αυτό, ρε Καλίδη;» «Πτώμα είναι, αστυνόμε;» Πέντε μήνες για τη σύνταξη, ρε πούστη μου!

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=