Πάρε ανάσα

Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Σ Σ Ι Μ Ο Σ 14 Νικόλας τον ρωτούσε για πόση ώρα ακόμα θα μένει η σορός πάνω στο καΐκι του. Ο καπετάνιος είχε ξεπεράσει το πρώτο σοκ και τώρα πηγαι- νοερχόταν θυμωμένος με τον αστυνομικό διευθυντή Κώστα Καλίδη, που δεν έδειχνε καμιά διάθεση να κατεβάσει το πτώμα από το καΐκι τους, σαν να μην ήθελε να πιστέψει την υπόθεση που αντιμετώπιζε πέντε μήνες πριν από τη συνταξιοδότησή του. «Έλα, Θέμη, βάλτε ένα χεράκι μαζί με τα παιδιά» είπε τε- λικά στον αρχιφύλακα δίπλα του. Οι δυο εργάτες του καϊκιού, σαν να διέταξε αυτούς, κίνησαν εκείνοι πρώτοι προς τη σορό. Έπιασε ο ένας από τις μασχάλες, ο άλλος από τα πόδια, ενώ ο αρχιφύλακας πιο πολύ χώρο έπια- νε παρά τους βοηθούσε να κατεβάσουν τη σορό στον ντόκο του λιμανιού. «Πού τον βρήκατε;» ρώτησε ξανά ο Καλίδης τον καπετάνιο. «Τα ίδια θα λέμε; Σ’ τα είπα. Ένα μίλι παρακάτω, σιμώσα- με τα πλωτά, τραβάγαμε αρμαθιές και… σ’ τα είπα… Εκεί ήταν, επέπλεε σαν σημαδούρα, δεμένος με ένα σχοινί από τον καρπό με τον πλωτήρα… Τον βλέπεις πώς είναι. Στην αρχή νόμιζα πως βρήκαμε γυναίκα». Ο Καλίδης κατέβασε το βλέμμα του στον νεκρό άντρα που κοιτούσε με ανοιχτά μάτια, ορθάνοιχτο στόμα και ζωγραφισμέ- να χείλη από κόκκινο κραγιόν, μαύρες μουντζούρες από μολύ- βι στα φρύδια και ένα φτηνό ρουζ στα μάγουλα, που ανά σημεία έμοιαζε τόσο πηχτό σαν χρωματιστός πηλός. Φορούσε μαύρο κουστούμι, δερμάτινα παπούτσια και μια γκρι καμπαρντίνα από αυτές που ο Καλίδης θα ήθελε τρεις μισθούς για να την αγοράσει. «Θέλω κατάθεση, παιδιά» ενημέρωσε τους δυο πιτσιρικάδες. «Τι κατάθεση, ρε Καλίδη; Πρέπει να δουλέψουμε. Σ’ τα είπαμε ό,τι είναι… Έχουμε δουλειές, Κώστα, δεν μας ταΐζει εμάς το Δημόσιο». «Πρόσεξε τα λόγια σου».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=