Πάντα η Αλεξάνδρεια

20 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ Από την αρχή αυτής της αναπάντεχης τραγωδίας είχε αναπτύξει την ψυχολογία της δραπέτισσας. Το ήξερε καλά πως οι μέρες της στην Αλεξάνδρεια ήταν πια μετρημένες, το ένα γεγονός θα έφερνε το άλλο, θα σχηματιζόταν μια μικρή χιονοστιβάδα εξελίξεων που θα την έσπρωχνε στη μεγάλη φυγή. Προσπαθούσε από τώρα να μαντέψει πώς θα βίωνε τη στιγμή του αποχαιρετισμού. Θα ήταν άραγε κάτι σαν αυτό που της περιέγραψε ο πατέρας, όταν το 1919 στο περιθώριο ενός σκανδάλου εξορίστηκε από τη γενέθλια πόλη; Ή θα ήταν μια φυγή βουτηγμένη στην αμφιβολία που μάλλον αισθάνθηκε η μητέρα της εγκαταλείποντας τον άντρα της και την ίδια μέσα στον πόλεμο για να δώσει σάρ- κα και οστά στο όνειρο μιας εβραϊκής πατρίδας στην Πα- λαιστίνη; Τα καλοκαιρινά πρωινά η Δάφνη άνοιγε τα μάτια της με το γλυκοχάραμα όταν τα σπουργίτια άρχιζαν να τιτιβίζουν στα μεγάλα δέντρα του κήπου. Έμενε όμως στο κρεβάτι γιατί της άρεσε να χουζουρεύει πάνω στα λινά μοσχομυριστά σεντόνια, ακούγοντας τον πατέρα της, που πάντοτε ξυ- πνούσε νωρίς, να φλυαρεί στο ισόγειο, αλλάζοντας τη μία γλώσσα μετά την άλλη, όταν έπρεπε να συνεννοηθεί με την Ιταλίδα οικονόμο ή με τη Φάτμα και τον Ναμπίλ, τον κη- πουρό τους, ή να συμφωνήσει με την Ελληνίδα μαγείρισσα το βραδινό μενού. Εκείνη την ώρα ήταν ένας Κωστής ανάλαφρος, κεφάτος,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=