Πάντα η Αλεξάνδρεια

ΠΑΝΤΑ Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ 19 δηλαδή που ξέρουμε πως θα πεθάνουμε; Πρέπει να μας ξεγελά ο θάνατος κάθε φορά και να μας πιάνει απροετοί- μαστους;» Στην κηδεία ο ίδιος στάθηκε παράμερα με τον αδερφό του, όμως η παρουσία του συζητήθηκε. Οι κηδείες θυμίζουν θεατρικές παραστάσεις. Περιμένεις να δεις ποιος θα κλάψει, ποιος θα φωνάξει «αιωνία η μνή- μη», ποιος θα πετάξει πρώτος ένα λουλούδι, ποιος θα λυ- γίσει από το βάρος της συγκίνησης και θα αναζητήσει ένα πεζούλι να καθίσει, ποιος θα σπεύσει να σου κρατήσει το χέρι εκφράζοντας τη συμπαράστασή του, ποιος θα σφίξει τα χείλη μπροστά σου και θα χαμηλώσει το βλέμμα του στο χώμα. Οι κηδείες είναι πάντα ένας αποχαιρετισμός στη ζωή που ξέραμε. Αυτό έλεγε μετά στον θείο της τον Νικήτα, που την κοίταζε με μάτια κόκκινα από το κλάμα. Ύστερα από αυτή τη δοκιμασία ήθελε να περπατήσει μόνη. Βγήκε στην Κορνίς και το έκοψε με το πόδι ως το ξενοδοχείο. Κάπου στα μέσα της διαδρομής είδε να περνά από μπροστά της η οικογενειακή Ρολς Ρόις. Στο βολάν κα- θόταν ένας φαντάρος και στο δεξί φανάρι του αυτοκινήτου ανέμιζε το σημαιάκι του αιγυπτιακού κράτους, σημάδι εθνι- κοποίησης. Το νασερικό καθεστώς θα εθνικοποιούσε και την ίδια στο τέλος. Εκείνη τη στιγμή το μυαλό της πήγε στα τσουβαλάκια με τις λίρες, τα κοσμήματα και τις ράβδους του χρυσού. Σφίχτηκε η καρδιά της∙ στη συνέχεια, ωστόσο, σκέφτηκε πως βρίσκονταν σε καλά χέρια. Πέρα από τον Φιλίπ, ο θείος Νικήτας ήταν ίσως ο μόνος έμπιστος στην κινούμενη άμμο της αλεξανδρινής κοινωνίας.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=