Πάντα ο διάβολος

Π Α Ν Τ Α Ο Δ Ι Α Β Ο Λ Ο Σ 25 του και να του φέρει ένα φλιτζάνι καφέ, σκέφτηκε ότι πριν από δύο μήνες ήταν σίγουρος πως η ζωή του θα τελείωνε σε κάποιον βράχο της κακιάς ώρας μες στην ομίχλη στη μέση του Ειρηνικού ωκεανού. Και να που τώρα ήταν ακόμη ζω- ντανός, τον χώριζαν μόλις λίγες ώρες από το σπίτι του και τον σέρβιρε μια γυναίκα που έμοιαζε με αληθινή εκδοχή εκείνων των πανέμορφων κοριτσιών pin-up που έβλεπαν στις ταινίες. Απ’ όσο μπορούσε να πει, ο Γουίλαρντ τότε ερωτεύτηκε. Δεν είχε σημασία που το ρολό ήταν στεγνό και δεν μασιότανε, ούτε που τα φασολάκια ήταν σκέτη νιανιά. Του σέρβιρε το καλύτερο γεύμα της ζωής του. Και όταν τελείωσε, ανέβηκε ξανά στο λεωφορείο χωρίς καν να μάθει το όνομα της Σάρλοτ Γουίλομπι. Στην άλλη πλευρά του ποταμού στο Χάντιγκτον, βρήκε μια κάβα, όταν το λεωφορείο έκανε άλλη μια στάση, και αγόρασε πέντε μπουκαλάκια νόμιμο ουίσκι, που τα παρά- χωσε στο σακίδιό του. Αυτή τη φορά κάθισε μπροστά, ακρι- βώς πίσω από τον οδηγό. Σκεφτόταν το κορίτσι στο εστια- τόριο και έψαχνε κάποιο σημάδι ότι πλησίαζε σπίτι. Ακόμη ήταν λίγο μεθυσμένος. Ξαφνικά ο οδηγός, κοιτάζοντάς τον φευγαλέα στο καθρεφτάκι, είπε: «Έφερες κανένα μετάλλιο;». Ο Γουίλαρντ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Μόνο το αδύνατο κουφάρι που σέρνω». «Ήθελα να καταταγώ, αλλά δεν μ' έπαιρναν». «Τυχερός είσαι» είπε ο Γουίλαρντ. Τη μέρα που έπεσαν πάνω στον πεζοναύτη, οι μάχες στο νησί είχαν σχεδόν τε- λειώσει και ο λοχίας τούς είχε στείλει να βρουν λίγο νερό που να πινόταν. Δυο ώρες αργότερα, κι αφού είχαν θάψει το γδαρμένο πτώμα του Μίλερ Τζόουνς, τέσσερις ξενηστικω- μένοι γιαπωνέζοι στρατιώτες με φρέσκους λεκέδες από αί-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=