Πάντα ο διάβολος

21 1 Ή ταν ένα απόγευμα Τετάρτης, το φθινόπωρο του 1945, λίγο αφότου είχε τελειώσει ο πόλεμος. Το λεωφορείο της εταιρείας Γκρέιχαουντ έκανε την καθιερωμένη του στά- ση στο Μιντ του Οχάιο, μια μικρή πόλη με βιομηχανία πα- ραγωγής χαρτιού, μια ώρα νότια του Κολόμπους, που βρό- μαγε σαν κλούβια αυγά. Οι ξένοι παραπονιούνταν για την μπόχα, αλλά οι ντόπιοι αρέσκονταν να καυχιούνται ότι ήταν η γλυκιά μυρωδιά του χρήματος. Ο οδηγός του λεωφορείου, ένας μαλθακός στούμπος που φορούσε παπούτσια με πά- τους και είχε το παπιγιόν του λάσκα, σταμάτησε στο στενά- κι δίπλα στο αμαξοστάσιο και ανακοίνωσε σαράντα λεπτά διάλειμμα. Μακάρι να μπορούσε να πιει ένα φλιτζάνι καφέ, αλλά τον είχε πιάσει πάλι το έλκος του. Χασμουρήθηκε και ήπιε μια γουλιά από ένα μπουκαλάκι με ροζ σιρόπι που φύλαγε στο ταμπλό. Το φουγάρο στην άλλη άκρη της πόλης, μακράν το πιο ψηλό κτίσμα σ’ αυτά τα μέρη της πολιτείας, ξέρασε άλλο ένα βρόμικο καφετί σύννεφο. Μπορούσες να το δεις από χιλιόμετρα μακριά, να ξεφυσά σαν ηφαίστειο έτοι- μο να εκραγεί. Ο οδηγός έγειρε πίσω στο κάθισμα και κατέβασε το δερ- μάτινο κασκέτο του μέχρι τα μάτια. Ζούσε έξω από τη Φι-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=