Πάντα ο διάβολος

D O N A L D R A Y P O L L O C K 30 «Λοιπόν, τι ακριβώς σ’ αρέσει σ’ αυτή την κοπέλα;» ρώτησε η Έμα Ράσελ τον Γουίλαρντ. Κόντευαν μεσάνυχτα όταν πάρκαραν τη Ford στους πρόποδες του λόφου και ανηφόρι- σαν το μονοπάτι που οδηγούσε στο ξύλινο σπιτάκι. Μόλις ο Γουίλαρντ διέσχισε το κατώφλι, η Έμα αρπάχτηκε από πά- νω του μουσκεύοντας με τα δάκρυά της τη στολή του αρκε- τή ώρα. Ο Γουίλαρντ είδε πίσω από τον ώμο της τον θείο του να τρυπώνει στην κουζίνα. Τα μαλλιά της μάνας του είχαν ασπρίσει από την τελευταία φορά που την είδε. «Θα σου ζητούσα να γονατίσεις και να ευχαριστήσεις τον Χρι- στό» είπε σκουπίζοντας τα δάκρυα από το πρόσωπό της με το στρίφωμα της ποδιάς της «αλλά μυρίζω πιοτό στην ανά- σα σου». Ο Γουίλαρντ ένευσε καταφατικά. Από μικρό τον είχαν μάθει ότι ποτέ δεν μιλάς μεθυσμένος στον Κύριο. Ένας άντρας πρέπει πάντα να είναι ειλικρινής απέναντι στον Θεό, μήπως και βρεθεί ποτέ σε πραγματική ανάγκη. Το πίστευε αυτό ακόμα κι ο πατέρας του Γουίλαρντ, ο Τομ Ράσελ, που έφτιαχνε λαθραίο αλκοόλ και κατατρυχόταν από κακή τύχη και μπελάδες μέχρι τη μέρα που τον πέθανε το άρρωστο συκώτι του σε μια φυλακή του Πάρκερσμπεργκ. Όσο απελ- πισμένος κι αν ήταν –και ο γέρος του είχε υπάρξει απελπι- σμένος κάμποσες φορές–, αν είχε πιει έστω μια γουλιά, δεν ζητούσε βοήθεια από τον Θεό. «Έλα, πάμε στην κουζίνα» είπε η Έμα. «Να φας και θα βάλω να γίνεται καφές. Σου έφτιαξα ρολό κιμά». Μέχρι να πάει τρεις το πρωί, είχαν τσακίσει παρέα με τον Ίρσκελ τέσσερα μπουκάλια και ένα ποτήρι παράνομο και πάλευαν με το τελευταίο μπουκάλι απ’ το αγορασμένο. Ο Γουίλαρντ είχε ζαλιστεί και μπέρδευε τα λόγια του, αν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=