Πανέξυπνα πλάσματα
Π Α Ν Έ Ξ Υ Π Ν Α Π Λ Ά Σ Μ Α Τ Α 19 «Θεέ μου!» Το μάτι του χταποδιού φανερώνεται μέσα στη σαρκώδη μάζα. Η ολοστρόγγυλη κόρη του μεγαλώνει, έπειτα το βλέ φαρό του μισοκλείνει. Αποδοκιμαστικά. Η Τόβα γουρλώνει τα μάτια, δεν πολυπιστεύει αυτό που βλέπει. Πώς είναι δυνατόν το γιγάντιο χταπόδι να βγήκε από τη δεξαμενή του; Το πλοκάμι πάλι σαλεύει. Το πλάσμα βρίσκεται μπλεγ μένο σε ένα χάος από καλώδια. Πόσες φορές τα έχει ανα θεματίσει αυτά τα καλώδια; Δεν την αφήνουν να σφουγ γαρίσει σωστά. «Σφήνωσες» ψιθυρίζει, και το χταπόδι σηκώνει το πε λώριο βολβόσχημο κεφάλι του και τεντώνει ένα από τα πλο κάμια του, γύρω από το οποίο είναι τυλιγμένο πολλές φορές ένα καλώδιο φορτιστή τηλεφώνου. Το πλάσμα τεντώνεται κι άλλο και το καλώδιο μπερδεύεται περισσότερο, η σάρκα του σφίγγεται και φουσκώνει. Είχε ένα παρόμοιο παιχνιδά κι ο Έρικ κάποτε, το είχε πάρει από ένα μαγαζάκι με είδη για φάρσες. Ήταν ένας μικρός υφασμάτινος κύλινδρος όπου έχωνες τον έναν δείκτη σου στη μια άκρη και τον άλλο στην άλλη κι ύστερα προσπαθούσες να τους βγάλεις. Όσο περισ σότερο τραβούσες τόσο πιο πολύ σφήνωναν. Η Τόβα πλησιάζει απειροελάχιστα. Το χταπόδι τής απα ντάει χτυπώντας ένα πλοκάμι στο δάπεδο σαν να της λέει: Κάνε πίσω, κυρά μου. «Εντάξει, εντάξει» ψιθυρίζει εκείνη και οπισθοχωρεί. Σηκώνεται όρθια και ανάβει το φωτιστικό της οροφής που πλημμυρίζει το δωμάτιο με την έντονη λάμψη του.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=