Πανέξυπνα πλάσματα

Π Α Ν Έ Ξ Υ Π Ν Α Π Λ Ά Σ Μ Α Τ Α 17 «Δεν σε κατηγορώ. Μάλλον βολεύτηκες για τα καλά εκεί πέρα». Το πορτοκαλί πλοκάμι κουνιέται αμυδρά, μα το σώμα παραμένει κρυμμένο. Η ΤΣΙΧΛΑ αντιστέκεται σθεναρά στη λίμα της Τόβα, μα τελικά ξεκολλάει. Όταν η Τόβα πετάει την επίμονη τσιχλόφουσκα στη σα­ κούλα, αντηχεί ένας ευχάριστος ήχος, σαν φύσημα, καθώς κατρακυλάει στο πλαστικό. Και η Τόβα αρχίζει να σφουγγαρίζει. Πάλι. Άρωμα ξιδιού με μια δόση λεμονιού αναδίνεται στον αέρα από τα υγρά πλακάκια. Πολύ καλύτερο από τη μυρω­ διά εκείνου του φρικτού καθαριστικού, με το ανοιχτό πρά­ σινο χρώμα, που χρησιμοποιούσαν όταν πρωτοξεκίνησε να δουλεύει εκεί η Τόβα και που της τρυπούσε τα ρουθούνια. Τοποθετήθηκε εξαρχής εναντίον του. Κατ’ αρχάς, τη ζάλι­ ζε και, κατά δεύτερον, άφηνε άσχημα σημάδια στο πάτω­ μα. Και το χειρότερο όλων ήταν ότι μύριζε σαν το δωμάτιο του Γουίλ στο νοσοκομείο, σαν την αρρώστια του Γουίλ. Αλλά αυτό της το παράπονο, η Τόβα το κράτησε κρυφό. Τα ράφια στην αίθουσα προμηθειών ξεχείλιζαν από μπουκάλια μ’ αυτή την πράσινη σαβούρα, όμως ο Τέρι, ο διευθυντής του ενυδρείου, ανασήκωσε τους ώμους και της είπε πως μπορεί να χρησιμοποιεί ό,τι θέλει αρκεί να το φέρνει η ίδια. Φυσικά η Τόβα συμφώνησε. Κάθε βράδυ λοιπόν, κουβαλάει μαζί της ένα μπουκάλι ξίδι και μια φιά­ λη με χυμό λεμονιού.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=