Πανέξυπνα πλάσματα

S H E L B Y V A N P E L T 16 Τα χέλια δεν είναι του γούστου της, μα τα χαιρετάει κι αυτά μ’ ένα νεύμα. Δεν πρέπει να φανεί αγενής, κι ας της θυμίζουν εκείνες τις ταινίες τρόμου στην καλωδιακή τη­ λεόραση που έβλεπε ο μακαρίτης ο άντρας της, ο Γουίλ, μέσα στ’ άγρια μεσάνυχτα, τότε που η ναυτία απ’ τις χη­ μειοθεραπείες τον κρατούσε ξάγρυπνο. Το μεγαλύτερο χέλι ξεγλιστράει από την πέτρινη σπηλιά του, με το στόμα σαν συνοφρυωμένο εξαιτίας του χαρακτηριστικού προγνα­ θισμού του. Πριονωτά δόντια προεξέχουν στην κάτω γνά­ θο του σαν μικρές βελόνες. Σίγουρα ατύχησε ως προς την εμφάνισή του. Βέβαια η εμφάνιση συχνά εξαπατάει, έτσι δεν είναι; Η Τόβα χαμογελάει στο χέλι, παρότι εκείνο δεν μπορεί να της ανταποδώσει το χαμόγελο, ακόμα κι αν το ήθελε, με τέτοιο πρόσωπο που έχει. Το επόμενο έκθεμα είναι το αγαπημένο της. Σκύβει μπροστά, κοντά στο τζάμι. «Λοιπόν, κύριε, πώς τα πέρα­ σες σήμερα;» Καθυστερεί λιγάκι μέχρι να τον εντοπίσει. Τελικά βλέ­ πει μια πορτοκαλιά γραμμή πίσω απ’ τον βράχο. Γίνεται κατά λάθος ορατός σαν παιδί που προδίδεται στο κρυφτό. Σαν την αλογοουρά ενός κοριτσιού που προβάλλει πίσω από έναν καναπέ, σαν ένα ποδαράκι που εξέχει κάτω από ένα κρεβάτι. «Σ’ έπιασαν οι ντροπές απόψε;» Κάνει ένα βήμα πίσω και περιμένει. Το γιγάντιο χταπόδι δεν σαλεύει. Εκείνη φέρνει στον νου της τη μέρα που πέρασε, ανθρώπους να χτυπούν με τα δάχτυλα το τζάμι, να φεύγουν ξεφυσώντας που δεν είδαν τίποτα. Κανείς δεν έχει υπομονή πια.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=