Πανδαιμόνιο

[ 10 ] φίλοι να περάσουμε παρέα το βράδυ. Ίσα που πρόλαβαν την μπόρα. Με το που μπήκαν μέσα, ο Θοδωρής είπε: «Πανάθε- μά τον για κωλόκαιρο!». Τους δυο τούς περίμενα, τον τρίτο όχι. Φαινόταν πιο νέος από μας, γύρω στα είκοσι πέντε, ψη- λολέλεκας. «Αποδώ ο πάτερ Γκερασίμοφ, Ρώσος μάλλον». Έπιασα τον Λάμπρο να σκάει ένα πονηρό γελάκι. Μαζί μ’ εμάς, τον περίμενε κι αυτόν η κρασοκατάνυξη. Εδώπρέπει να εξηγήσω ότι γράφω με τόσες λεπτομέρειες τι προηγήθηκε επειδή εσείς μου το ζητήσατε. Όταν σας ανέ- φερα το πρωί στο τηλέφωνο το περιστατικό, ο αστυνόμος Καρασούλας με διέταξε: «Γράψ’ τα όλα με το νι και με το σίγ- μα. Όλα, ακούς! Ακόμα και εκείνα που εσύ δεν τα νομίζεις σημαντικά». Τι να κάνω κι εγώ; Υπακούω και συνεχίζω. Έξω, στο μεταξύ, γινόταν χαλασμός κόσμου. Από τον Άθωνα κατέβαινε ο βαρδάρης και κόντευε να σηκώσει ως και τη σκεπή ακόμα. Η βροχή με το τουλούμι. Έτσι το πήγε όλη τη νύχτα. Σιγά σιγά ξεχάσαμε τις αστραπές κι ούτε που μας ένοιαζαν τα μπουμπουνητά. Τέλειωσαν οι πρώτες «Μα- λαματίνες», πιάσαμε τις άλλες, και πάει λέγοντας. Απ’ τη με- ριά μου είχα κάνει καλό κουμάντο. Έψησα μέσα σε αλουμι- νόχαρτο πατάτες, έκοψα φέτες τρία ζαμπονάκια, είχα βρά- σει χόρτα, στο τέλος έβγαλα και το ταψί με το παστό. Τα κα- τευχαριστήθηκαν όλα. Ο Ρώσος φαινόταν γερό ποτήρι. «Σκέψου τι βότκες θα ’χει κατεβάσει προτού έρθει στο Όρος» τον σχολίασε ο Θο-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=