Πανδαιμόνιο

14 ΚΩΣΤΑΣ ΑΚΡΙΒΟΣ έβγαινε εκείνη την ώρα. Γύρισα και κοίταξα τον ηγούμενο. Μούγγα αυτός. Έξω στο διάδρομο ακούγονταν τα ψου ψου. Έκανα ένα βήμα,πλησίασα κι άλλο.Τράβηξα προσεκτικά την κουβέρτα.Tι να δω; Εκείνος πάνω στο κρεβάτι δεν ήταν καλόγερος,όχι.Δηλα- δή, για να είμαι ειλικρινής και να πω τα πράγματα με τ’ όνο- μά τους,κάτω από την κουβέρτα βρισκόταν μια γυναίκα.Ναι, ναι, γυναίκα! Άνοιξα ένα στόμα να. Γύρισα σαστισμένος να δω τι έλεγε και ο ηγούμενος,αν ήξερε. Ήξερε. Γιατί πώς αλλιώς εξηγείται ότι δεν ξαφνιάστηκε; Άρα αυτός μαζί με κάποιους άλλους θα ’χαν βρει το πτώμα, θα το ’βαλαν στο κρεβάτι και θα το σκέπασαν με την κουβέρ- τα.Να ήταν έτσι; Σωστά είχα σκεφτεί.Μου το είπε λίγο μετά στο γραφείο του. Από εκείνη τη στιγμή και μέχρι τώρα που κάθομαι και σας κάνω αυτή την αναφορά, ώρα 11.25΄ ακριβώς, ένας ένας οι καλόγεροι περνάνε και τους ανακρίνω.Προσπαθώ να μά- θω τι ξέρουν για την υπόθεση. Πρωτύτερα, βέβαια, τηλεφώ- νησα και σ’ εσάς να αναφέρω το περιστατικό. Για την ώρα τελειώνω εδώ. Έχω μπροστά μου όλη τη μέρα και τη νύχτα για ανακρίσεις. Πολλά είναι τα ερωτήματα απ’ αυτή την υπόθεση και το μυστήριο μεγάλο.Θα έρθουν τα πά- νω κάτω. Ακούς εκεί φονικό, και μάλιστα σε γυναίκα! Πάει το άβατο,πάει η αγιοσύνη.Χάθηκε το Όρος το καημένο.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=