Πανδαιμόνιο

ΠΑΝΔΑΙΜΟΝΙΟ 13 «Σήκω, κυρ αστυνόμε! Κάνε γρήγορα! Έλα, πάμε! Έγινε φονικό στο μοναστήρι». Μέχρι να ντυθώ, ξύπνησε και ο Ρώσος. Φαινόταν να μην ξέρει κατά πού να τραβήξει.Τι να ’κανα κι εγώ,τον πήρα μαζί μου. Κλείδωσα και φύγαμε. Αφήσαμε πίσω μας τις Καρυές και στρίψαμε στο δρόμο που πηγαίνει για Ιβήρων και Μεγί- στης Λαύρας. Σε λίγο κάναμε αριστερά, δεν άργησε να φανεί η Σταυρονικήτα. Όλη η πλάση χαρά Θεού. Η βροχή είχε ξε- πλύνει δέντρα και πουρνάρια, ο ουρανός καταγάλανος, φαι- νόταν ως και η Θάσος.Μέρα να σου φτιάχνει το κέφι.Εκείνη τη στιγμή είδα μες στο χαντάκι ντελαπαρισμένο ένα τζιπ με το λάστιχο σκασμένο.Ρώτησα τον Δανιήλ,δεν ήξερε.Το μόνο που έλεγε συνέχεια ήταν: «Πωπώ τι πάθαμε!»,και δώστου τα «Kύριε ελέησον». Ήταν να τον ρωτήσω περισσότερα; Με το που φτάσαμε στο μοναστήρι, έτρεξαν καταπάνω μας οι καλόγεροι. Πρώτος και καλύτερος ο ηγούμενος. Με τον πάτερ Νικόδημο είχαμε ξαναβρεθεί σε κάτι αγρυπνίες, ήξερα τι φοβητσιάρης είναι. Τώρα έμοιαζε με λύχνο δίχως φιτίλι.Μπρος αυτός,πίσω εγώ,περάσαμε μέσα απ’ την αυλή, ανεβήκαμε στο αρχονταρίκι, μετά σε κάτι σκάλες, δεξιά κι αριστερά κελιά, πόρτες κλειστές, από μία βγήκε ένας ξε- σκούφωτος καλόγερος και μας αγριοκοίταξε. Στο τέλος στα- ματήσαμε έξω από μια μισάνοιχτη. «Εδώ…» Η φωνή του ηγούμενου ίσα που ακουγόταν. Έσπρωξα και μπήκα. Το πτώμα το ’χαν ξαπλώσει πάνω στο κρεβάτι. Ήταν σκε- πασμένο με μια κουβέρτα.Λίγο πιο κάτω απ’ την κοιλιά φαι- νόταν μια μεγάλη στάμπα. Το αίμα έδειχνε φρέσκο, λες και

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=