Πανδαιμόνιο

12 ΚΩΣΤΑΣ ΑΚΡΙΒΟΣ Σαν σηκώθηκαν να φύγουν,η ώρα είχε πάει δύο.Ο Θοδω- ρής θα άφηνε τον Λάμπρο στο ταχυδρομείο και μετά θα κα- τέβαινε στη Δάφνη.Τον Ρώσο μού τον άφησαν αμανάτι. Έπε- σε σκνίπα στον καναπέ και άντε μετά να τον ξυπνήσεις. Τώρα να μου επιτρέψετε και κάτι άλλο,προσωπικό.Το ξέ- ρω δεν έχει σχέση με την υπόθεση, αλλά μου φαίνεται πως με τον τρόπο του μαρτυράει εκείνο που ήταν να γίνει αργότε- ρα.Θέλω να πω για το όνειρο που είδα. Όταν έπεσα για ύπνο, έβρεχε ακόμη. Μετά βρέθηκα σε μια πλαγιά.Στην αρχή την πέρασα για την Τσούκα Ρόσα. Έτσι λέμε εμείς οι Βλάχοι την αποδώ μεριά της Πίνδου που κατε- βαίνει απ’ την Αβδέλλα προς Σαμαρίνα. Ξαναπιάνω το όνει- ρο. Είδα, που λέτε, ελάφια. Έτρεχαν σαστισμένα. Απόκαμαν κάποια στιγμή και σταμάτησαν να πιουν νερό. Εκεί που πί- νανε, να σου ένας κυνηγός. Εγώ κοίταζα από μακριά. Σηκώ- νει το ντουφέκι, σημαδεύει, κάνω να του φωνάξω «όχι», μα δεν μπορούσα να βγάλω φωνή. Με το «μπαμ» πετάχτηκα αλαφιασμένος απ’ το κρεβάτι. Τα χτυπήματα έρχονταν από την κάτω πόρτα. Δυνατά, με επιμονή, δεν έλεγαν να σταματήσουν. Σηκώθηκα φορώντας, με το συμπάθιο, μονάχα το σώβρακο και πήγα να ανοίξω. Ο Γκερασίμοφ ούτε που άλλαξε πλευρό. “Να δεις που θα τσα- κώθηκαν πάλι σε κάνα μοναστήρι για τα σύνορα ή με τους εμπόρους για τα ψάρια” συλλογίστηκα την ώρα που σήκωνα το μάνταλο. Μόλις είδα τον καλόγερο, τα ’χασα. Αναμαλλια- σμένος, μουσκίδι, τραύλιζε τα λόγια του. Ήταν ο Δανιήλ από τη Σταυρονικήτα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=