Πανδαιμόνιο

ΠΑΝΔΑΙΜΟΝΙΟ 11 μέρος του και τον είχε φέρει ένας μακρινός του θείος να καλο- γερέψει στην Παντελεήμονος να γλιτώσει από την πείνα. Τον βρήκε στο δρόμο ο Λάμπρος,τον λυπήθηκε και τον πήρε μαζί του.Αυτά μέσες άκρες για τον Γκερασίμοφ. Εκείνος το περισ- σότερο άκουγε και έπινε,σκέτη ρουφήχτρα.Εμείς ξαναπιάσα- με τα δικά μας.Τι βάσανα έχουμε,πώς περνάμε με τους καλό- γερους,τι σεκλέτια μάς βαράνε.Με τούτα και με τ’ άλλα πέρα- σε η ώρα, η βροχή όχι. Έφτασε μεσάνυχτα. Άρχισε τότε ο Θο- δωρής να λέει μια ιστορία με κάτι δελφίνια. Ξέρει αυτός από τέτοιες ιστορίες γιατί υπηρετεί λιμενικός στη Δάφνη. Βγήκε μια μέρα με το υπηρεσιακό να μαζέψει τα δίχτυα και είδε πως είχε πιαστεί ένα. Γύρω του τριγύρναγε ένα άλλο σκούζοντας, το ταίρι του μάλλον.Μόλις το ελευθέρωσε κι ώσπου να γυρί- σει πίσω,τα δυο δελφίνια κολυμπούσαν δίπλα από το σκάφος και έκαναν χαρές.Τον ευχαριστούσαν,φαίνεται. Να πω την αλήθεια, συγκινήθηκα απ’ αυτή την ιστορία. Μου ’ρθε στο μυαλό η δική μου περίπτωση. Δεν ντρέπομαι να ομολογήσω πως ο λόγος που ζήτησα μετάθεση στο Όρος είναι επειδή προδόθηκα ερωτικά.Μα εγώ να είμαι στη σχο- λή αστυφυλάκων και εκείνη η άτιμη, τρία χρόνια αρραβω- νιασμένοι, να πηγαίνει με άλλον! Λίγο το κρασί, λίγο η ιστο- ρία με τα δελφίνια, δεν κρατήθηκα και τους τα ’πα.Ο Γκερα- σίμοφ δεν πολυκατάλαβε. Ο Θοδωρής έσκυψε το κεφάλι. Μονάχα ο Λάμπρος έβγαλε το κινητό και είπε: «Αυτή κιόλας τη στιγμή σού βρίσκω γυναίκα! Τι λες, είσαι;». Ήθελε να μα- λακώσει την πίκρα μου. Του έγνεψα «όχι» και χαμογέλασα, γύρισα πάλι την κουβέντα στ’ αρχινισμένα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=