Τα παλιά ασήμια

15 Τ Α Π Α Λ Ι Α Α Σ ΗΜ Ι Α ρά την υπόδειξη της αεροσυνοδού να αφήσει την τσάντα της κάτω στα πόδια, εκείνη την είχε επαναφέρει στο άδειο κάθι- σμα δίπλα της με μια διάθεση ανταρσίας μόλις η όμορφη κο- πέλα είχε απομακρυνθεί. Τώρα βγάζει από μέσα ένα μικρό νεσεσέρ και σφουγγίζει τα χέρια με το νωπό χαρτομάντιλο – μμμ, λεβάντα, το αγαπάει αυτό το άρωμα! Ύστερα περνάει τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά της, ψηλαφίζει τις απαλές τους άκρες και μαντεύει το φρεσκοβαμμένο χρώμα που ακόμη δεν το έχει… συνηθίσει. Χαίρεται. Κατά κάποιο τρόπο. Τα τρία τελευταία χρόνια, παραδέχεται πως είχε παρα- μελήσει πολύ τον εαυτό της, τώρα αρχίζει να συνειδητο- ποιεί το πόσο. Προχθές στο κομμωτήριο, όταν της έβγαλαν την πετσέτα από το κεφάλι και της αποκάλυψαν όλο περη- φάνια το αποτέλεσμα, είχε δει στον καθρέφτη μια άγνωστη που, αορίστως, κάτι της θύμιζε. Η πρώτη που ενθουσιάστηκε ήταν η ίδια η κομμώτρια, την είχε φιλήσει στην πόρτα φεύγοντας: «Επιτέλους! Μ’ αφήσατε να κάνω αυτό που πίστευα κα- λύτερο για σας!» είχε θριαμβολογήσει. «Και είναι τόσο κοντά στο φυσικό σας, δεν νομίζετε;» είχε ζητήσει την επιβεβαίωση. Αλλά η Έλσα δεν μίλησε. Τι να πει; Πώς μπορούσε να ξέρει η άγνωστη κομμώτρια το ακριβές φυσικό χρώμα των δικών της μαλλιών; Το χρώμα που είχε κληρονομήσει – κάπως πιο σκούρο είναι η αλήθεια γιατί μέχρι να φτάσει το γονίδιο στην ίδια είχε προστεθεί και το ανοιχτό καστανό της μητέρας της και τα μαύρα μαλλιά του πατέρα της – από τη γιαγιά της. Ενθαρρυμένη η κομμώτρια, και σαφώς δικαιωμένη από την τέχνη της, την ξεπροβόδισε ως την πόρτα. «Σας εύχομαι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=