Το παιδί από τη Γερμανία
[ 10 ] νια τους είχαν δουλέψει σκληρά και είχαν γεμίσει το μέσα τους, εί χαν κατασιγάσει την πείνα τους. Τώρα ήθελαν να πετάξουν μακριά. Χτυπούσαν τα φτερά τους στο τζάμι, καθώς μάταια προσπαθού σαν να προσπεράσουν το αόρατο εμπόδιο. Όταν προσέκρουαν στη γυάλινη επιφάνεια, ο ήχος που ακουγόταν θύμιζε πνιχτό κρο τάλισμα. Αργά ή γρήγορα εγκατέλειπαν την προσπάθεια. Όταν ένιωθαν ξανά πείνα επισκέπτονταν άλλη μια φορά αυτό που ήταν κάποτε ένας άντρας. Αυτό που τώρα ήταν απλώς κρέας. Όλο το καλοκαίρι η Ερίκα κλωθογύριζε τις σκέψεις που απασχο λούσαν μόνιμα το μυαλό της. Ζύγιζε τα υπέρ και τα κατά, μπαίνο ντας στον πειρασμό να ανέβει στον τελευταίο όροφο. Αλλά τελικά πάντα σταματούσε στην αρχή της σκάλας που οδηγούσε στη σοφί τα. Θα μπορούσε να αποδώσει αυτό τον δισταγμό σε όλα εκείνα που συνέβησαν τους τελευταίους μήνες, τα επακόλουθα του γά μου και το χάος που επικρατούσε γενικώς στο σπίτι όταν η Άννα και τα παιδιά έμεναν ακόμη μαζί τους. Όμως αυτό δεν ήταν ολόκληρη η αλήθεια. Η Ερίκα φοβόταν. Φοβόταν για το τι θα έβρισκε. Φοβό ταν ότι θα άρχιζε να σκαλίζει κάτι που θα ανέσυρε στην επιφάνεια πράγματα τα οποία θα ήταν καλύτερα να μη γνωρίζει. Η Ερίκα ήξερε ότι ο Πάτρικ θέλησε πολλές φορές να τη ρωτήσει γι’ αυτό. Τον έβλεπε που προβληματιζόταν επειδή εκείνη δεν ήθε λε να διαβάσει τα σημειωματάρια που είχαν βρει στη σοφίτα. Αλλά δεν την είχε ρωτήσει. Αν το είχε κάνει, η Ερίκα δεν θα ήταν σε θέση να του απαντήσει. Αυτό που την τρόμαζε περισσότερο ήταν ότι πι θανώς θα αναγκαζόταν ν’ αλλάξει την εικόνα που είχε για την πραγ ματικότητα. Η εικόνα που είχε για τη μητέρα της −το ποια ήταν και
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=