Το παιδί από τη Γερμανία

[ 32 ] δωσε. Άνοιξε το τελευταίο συρτάρι του γραφείου, έβγαλε ένα γλύ­ κισμα καρύδας και το πέταξε στο πάτωμα μπροστά στον σκύλο. Το γλύκισμα εξαφανίστηκε σε δύο δευτερόλεπτα και για μια στιγμή ο Μέλμπεργ είχε την εντύπωση ότι ο σκύλος τού χαμογελούσε. Μπα, απλώς το φαντάστηκε. Τουλάχιστον ο σκύλος ήταν πεντακάθαρος πλέον. ΗΆνικα είχε κάνει καλή δουλειά. Ωστόσο, οΜπέρτιλ θεώρη­ σε ότι ήταν κάπως κακόγουστο αυτό που είχε συμβεί: κατά τη διάρ­ κεια της νύχτας ο σκύλος πήδηξε στο κρεβάτι του και ξάπλωσε δί­ πλα του. Το σαπούνι δεν σκότωνε ψύλλους και τέτοια. Κι αν το τρί­ χωμά του ήταν γεμάτο μικροσκοπικά τερατάκια που επιθυμούσαν να επισκεφτούν το ογκώδες κορμί του Μέλμπεργ; Ωστόσο, μια σχολαστική επιθεώρηση του τριχώματός του δεν αποκάλυψε κα­ μιά μορφή ζωής, και η Άνικα του είχε δώσει τον λόγο της ότι δεν είχε εντοπίσει ψύλλους στον σκύλο όταν τον έπλενε. Αλλά όχι και να κοιμάται μαζί του, διάολε! Τέρμα αυτά. Υπήρχαν και όρια. «Πώς θα σε φωνάζουμε, λοιπόν;» έκανε οΜέλμπεργ και αμέσως ένιωσε ανόητος που καθόταν και μιλούσε σε ένα πλάσμα το οποίο περπατούσε στα τέσσερα. Αλλά ο σκύλος έπρεπε να έχει κάποιο όνομα. Το σκέφτηκε λίγο και μετά κοίταξε γύρω του μήπως δει κάτι που θα του έδινε κάποια ιδέα. Όμως μόνο ανόητα ονόματα σκύλων περνούσαν από το μυαλό του: Αζόρ, Ντικ... Μπα, χάλια ήταν. Ύστε­ ρα άρχισε να χαχανίζει. Μόλις είχε κατεβάσει μια λαμπρή ιδέα. Του είχε λείψει ειλικρινά ο Λούντγκρεν −όχι πολύ, αλλά λίγο εν πάση περιπτώσει− από τότε που είχε αναγκαστεί να τον απολύσει. Οπότε γιατί να μη βάφτιζε τον σκύλο Ερνστ; Είχε μια δόση χιούμορ αυτό. Χαχάνισε ξανά. «Ερνστ. Τι λες γι’ αυτό, αγόρι μου; Καλό δεν είναι;» Άνοιξε ξανά το συρτάρι και έβγαλε άλλο ένα γλύκισμα. Φυσικά και δικαιούνταν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=