Το παιδί από τη Γερμανία

[ 26 ] «Ζητώ συγγνώμη. Ίσως πάρει κάνα δυο μέρες μέχρι να μάθω τα κόλπα, αλλά δεν πρόκειται να σε ενοχλεί κανείς μετά, σου το υπό­ σχομαι». «Ωραία» είπε η Ερίκα και έκλεισε αποφασιστικά την πόρτα. Αφού γέμισε μια μεγάλη κούπα με καφέ, ανέβηκε στο γραφείο. Επι­ τέλους, μπορούσε να αρχίσει. «Σσς... Μην κάνεις τόσο θόρυβο, γαμώτο». «Ααα, τι σημασία έχει, ρε; Ημάνα μου λέει ότι λείπουν και οι δύο. Κανείς δεν ασχολήθηκε να πάρει την αλληλογραφία όλο το καλο­ καίρι. Φαίνεται πως δεν τους ενδιέφερε καθόλου, γι’ αυτό κι εκείνη αδειάζει το γραμματοκιβώτιό τους από τον Ιούνιο. Οπότε ηρέμησε, μπορούμε να κάνουμε όσο θόρυβο θέλουμε». Ο Ματίας γέλασε, αλλά ο Άνταμ φαινόταν ακόμη δύσπιστος. Αυτό το παλιό σπίτι ήταν ανατριχιαστικό. Όπως ήταν και οι δύο γέροι, κι ας έλεγε ό,τι ήθελε ο Ματίας. Όχι, ο Άνταμ δεν θα το ρίσκαρε. «Και πώς θα μπούμε μέσα;» Δεν του άρεσε καθόλου που από τον φόβο η φωνή του είχε αποκτήσει μια γκρινιάρικη χροιά, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Συχνά ευχόταν να έμοιαζε περισ­ σότεροστονΜατίας. Ήταν θαρραλέος, ατρόμητος... καμιάφοράστα όρια της ανοησίας. Και πάντα εκείνος έριχνε όλες τις κοπέλες. «Θα το λύσουμε. Πάντα βρίσκεις κάποιον τρόπο να μπεις σ’ ένα σπίτι». «Αυτό το λες από τη μεγάλη πείρα που έχεις στις διαρρήξεις, ε;» Ο Άνταμ γέλασε, προσέχοντας ωστόσο να μιλάει χαμηλόφωνα. «Άκου, αγόρι μου, έχω κάνει ένα σωρό πράγματα για τα οποία δεν έχεις ιδέα» αποκρίθηκε αλαζονικά ο Ματίας.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=