Το παιδί στο έργο της Άλκης Ζέη

[ 25 ] Τ Ο Π Α Ι Δ Ί Κ Α Ι Τ Ο Χ Ι Ο Υ Μ Ο Ρ « Μια μέρα αποφάσισαν με την Αντιγόνη να τον πάρουν από πίσω να δούνε πού πήγαινε. […] Κατέβηκαν τρέχο- ντας και τον κοίταζαν […]. – Κοίτα τι φοράει, τον σπρώχνει με τον αγκώνα η Αντι- γόνη. Ο παππούς φορούσε ένα σακάκι κατακουρελιασμένο κι ένα ξεθωριασμένο παντελόνι με χίλια μπαλώματα απάνω. […] […] Ο παππούς […] βγάζει από τον κόρφο του ένα τενεκεδάκι και το απιθώνει δίπλα. […] Οπαππούς άλλαξε δυο τρεις πόζες και μόλις άκου- σε ν ’ανοίγει η ξώπορτα του σπιτιού που είχε ξαπλώσει στα σκαλιά του, γλάρωσε τα μάτια του, μισοστράβωσε το κεφάλι του –ήτανε ολόιδιος σαν κι αυτούς που έπεφταν από την πείνα– και είπε με μιαφωνή βαθιά από το λαρύγγι: – Πεινάαααααωωωωω. Από το σπίτι βγήκε μια κυρία καλοντυμένη, είδε τον παππού πεσμένο, έκανε να ξαναμπεί μέσα, ύστερα φώναξε κάποιον, κι ήρθε μια κοπέλα, έβαλε κάτι μέσα στο τενεκεδάκι του παππού και ξανάκλεισε την πόρτα. Όταν η καλοντυμένη κυρία απομακρύνθηκε αρκετά, ο παππούς μπούκωσε γρήγορα γρήγορα αυτό που του είχανε ρίξει στο τενεκεδάκι και κίνησε να πάει παρακάτω. Ο Πέτρος κοίταξε λοξά την αδελφή του, σαν να περίμενε να του πει τι να κάνουν. – Αν τον έβλεπε η Μεγάλη Αντιγόνη, θα του έκλεινε συμβόλαιο για δυο χρόνια, είπε μονάχα πικρόχολα η Αντιγόνη » .

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=