Η παγωμένη πριγκίπισσα

[ 18 ] την άκρη της μπανιέρας με τα δάχτυλα βουτηγμένα στην πηγμένη λιμνούλα αίματος στο πάτωμα. Ένα ξυράφι ήταν απιθωμένο στο χείλος της μπανιέρας. Το άλλο ήταν ορατό μόνο από τον αγκώνα και πάνω, καθώς το υπόλοιπο παρέμενε κάτω από τον πάγο. Τα γό- νατα ξεπρόβαλλαν κι αυτά πάνω από την παγωμένη επιφάνεια. Τα μακριά ξανθά μαλλιά της Άλεξ ήταν απλωμένα σαν βεντάλια στο επάνω άκρο της μπανιέρας, αλλά έδειχναν εύθραυστα και παγω- μένα μέσα σ’ εκείνο το ψύχος. Η Ερίκα έμεινε να την κοιτάζει αρκετή ώρα. Είχε παγώσει τόσο από το κρύο όσο και από τη μοναξιά που απεικόνιζε εκείνο το μα- κάβριο ντεκόρ. Κατόπιν, πισωπάτησε σιωπηλά, βγαίνοντας από το μπάνιο. Έπειτα, ό,τι συνέβη ήταν σαν τυλιγμένο σε ομίχλη. Τηλεφώνησε στον εφημερεύοντα γιατρό από το κινητό της και περίμενε, μαζί με τον Έιλερτ, μέχρι να έρθει ο γιατρός και το ασθενοφόρο. Ανα- γνώρισε τα σημάδια του σοκ από τότε που είχε πληροφορηθεί τον θάνατο των γονιών της και έβαλε να πιει ένα μεγάλο ποτήρι κονιάκ αμέσως μόλις επέστρεψε σπίτι. Ίσως να μην ήταν ακριβώς αυτό που θα συνιστούσε ο γιατρός, αλλά τα χέρια της σταμάτησαν να τρέμουν. Το θέαμα της Άλεξ την είχε αναγκάσει να επιστρέψει στην παι- δική ηλικία. Είχαν περάσει πάνω από είκοσι πέντε χρόνια από τότε που ήταν οι καλύτερες φίλες, και, παρόλο που πολλοί άνθρωποι είχαν έλθει και παρέλθει στη ζωή της έκτοτε, κρατούσε την Άλεξ πάντα στην καρδιά της. Τότε ήταν απλώς παιδιά. Ως ενήλικες ήταν ξένες μεταξύ τους. Ωστόσο, η Ερίκα δυσκολευόταν να συμφιλιω- θεί με τη σκέψη ότι η Άλεξ είχε αυτοκτονήσει, κάτι που έπρεπε να

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=