Ο βασιλιάς

J O N E S B O 10 Το μέτωπό του αυλακώθηκε από απανωτά V. «Τι, δεν μπήκαν τα χρήματά σου;» «Όχι, μπήκαν, μπήκαν». Προσπάθησα να γελάσω λίγο. «Με συγχωρείτε, ίσως έπρεπε να είχα τηλεφωνήσει πρώτα, μα έτσι κάνουμε εμείς στο χωριό, ξέρετε, πάμε και χτυπάμε κατευθείαν το κουδούνι. Αλλά να, ήμουν στην Πολωνία, μόλις επέστρεψα δηλαδή, κι αφού βρέθηκα στην πρωτεύουσα συ- νειδητοποίησα ότι είχα στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου κάτι που σας ανήκει. Αυτό εδώ». Το κράτησα μπροστά του. Είδα ότι ο Μπεντ, δικαίως μάλλον, δεν είχε ιδέα τι ήταν το γυαλιστερό, μεταλλικό γκά- τζετ. «Το ανακάλυψα αφού πήρατε το αυτοκίνητο, είχα ξε- χάσει να το ξαναβάλω μέσα. Προφανώς, το αμάξι λειτουργεί και χωρίς αυτό, αλλά καλύτερα να υπάρχει. Πού την έχετε την κούρσα;» «Το αυτοκίνητο; Αυτή τη στιγμή; Δεν μπορώ να το βάλω εγώ στη θέση του; Τι στο καλό είναι αυτό;» «Και πώς ακριβώς θα το βάλετε στη θέση του μόνος σας;» Ο Μπεντ με κοίταξε. Χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του. «Σωστά, πες μου εσύ». «Με πληρώσατε για μια δουλειά και για πρώτη φορά δεν την έκανα σωστά. Θα πάρει πέντε λεπτά. Οπότε πού…;» «Στο γκαράζ» είπε ο Μπεντ, βγάζοντας τις παντόφλες του, παίρνοντας τα κλειδιά του Audi από ένα καρφί στον τοίχο κι αρχίζοντας να φοράει τα αθλητικά του παπούτσια. «Καμίλα! Κατεβαίνω για λίγο στο γκαράζ!» Η απάντηση ήρθε από κάπου μες στο σπίτι. «Πρέπει να βάλουμε τον Σίγκουρ για ύπνο». «Καν’ το εσύ και θα του διαβάσω μετά εγώ!» «Έχεις παιδιά;» ρώτησε ο Μπεντ συνοδεία του κριτσα- νιστού ήχου των χαλικιών καθ’ οδόν προς το μεγάλο λευκό

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=