Ο Τζάστιν Γκρέι και οι φύλακες της γης
ΕΛΕΝΗ ΑΝΔΡΕΑΔΗ 12 | «Αρκετή» είπε απλά. Η μύτη της ήταν κατακόκκινη και τα μάτια της υγρά. Ο Τζάστιν προσπάθησε να καμωθεί πως όλα ήταν φυ σιολογικά. Πως δεν είχε κρύψει ένα ακαταλαβίστικο γράμ μα μισό μέτρο μακριά. «Πώς πάει το κρύωμά σου;» ρώ τησε και πρόσθεσε ένα χασμουρητό. «Γιατί κοιμάσαι στο πάτωμα;» τον ρώτησε εκείνη αντί να απαντήσει και άγγιξε το μέτωπό του. «Μπορεί να κόλ λησες τη γρίπη μου. Μου φαίνεσαι χλωμός». «Αφού δε βλέπεις, γιαγιά. Τίποτα δεν έχω». «Το ακούω». Ο Τζάστιν είχε συνηθίσει τις κατά τον Πραβ υπερφυ σικές ικανότητες της γιαγιάς Μέρι. Ένα σκληρό χτύπημα της μοίρας την είχε αφήσει τυφλή την ίδια μέρα που η μητέρα του πέθανε στο δυστύχημα. Δεν ήταν σίγουρος αν η τύφλωσή της είχε δημιουργήσει αυτές τις αφύσικα οξυμένες αισθήσεις ή αν ήταν πάντα έτσι. Πάντως η για γιά Μέρι μπορούσε να ακούσει κάποιον να πλησιάζει με ρικές φορές προτού εκείνος αποφασίσει να κουνηθεί, και να μυρίσει τα πιο παράξενα πράγματα, όπως τη βροχή που ερχόταν, ώρες προτού συννεφιάσει ο ουρανός. Το μυαλό του άρχισε να ξυπνά και πρόσεξε για πρώτη φορά πως η γιαγιά του έδειχνε πολύ ταραγμένη. Ανασηκώθηκε απότομα. «Έμαθες…» μάντεψε, ξεχνώ ντας προς στιγμή το σακίδιο που έκαιγε στην άκρη του
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=