Ο τόπος
Ο Τ Ο Π Ο Σ 15 Συχνά, για κάποια δευτερόλεπτα, δεν μπορώ πια να θυμηθώ ποιο ήρθε πρώτο: ο ανεμόδαρτος Απρί- λης στη Λιόν όπου στεκόμουν σε μια στάση λεω- φορείου στο Κρουά-Ρους ή ο αποπνικτικός Ιούνιος, ο μήνας που πέθανε. Ήταν Κυριακή, νωρίς το απόγευμα. Η μητέρα μου εμφανίστηκε στο πάνω μέρος της σκάλας. Σφούγγιζε τα μάτια της με τη χαρτοπετσέ- τα που σίγουρα είχε πάρει μαζί της όταν ανέβηκε στο δωμάτιο μετά το γεύμα. Με άχρωμη φωνή είπε: «Τελείωσε». Δεν θυμάμαι τα λεπτά που ακολούθη- σαν. Ξαναβλέπω μόνο τα μάτια του πατέρα μου στυλωμένα σε κάτι πίσω μου, πέρα μακριά, και τα ανασηκωμένα χείλη του που αποκάλυπταν τα ούλα. Νομίζω ότι ζήτησα από τη μητέρα μου να του κλεί- σει τα μάτια. Γύρω απ’ το κρεβάτι, στέκονταν η αδελφή της μητέρας μου και ο άντρας της. Προ- σφέρθηκαν να μας βοηθήσουν στο πλύσιμο και το ξύρισμα του νεκρού, γιατί έπρεπε να βιαστούμε
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=