Ο τόπος
A N N I E E R N A U X 14 θόταν ανάμεσα στους δύο αξιολογητές, έναν άντρα και μια γυναίκα μύωπα με ροζ παπούτσια. Εγώ, απέναντι. Επί δεκαπέντε λεπτά, ανακάτευε κριτι- κές, επαίνους, συμβουλές, κι εγώ μετά βίας τον άκουγα, ενώ αναρωτιόμουν αν όλα αυτά σήμαιναν πως έγινα δεκτή. Ξάφνου, με την ίδια φόρα, ση- κώθηκαν και οι τρεις, με ύφος σοβαρό. Σηκώθηκα κι εγώ, άτσαλα. Ο επιθεωρητής μου έδωσε το χέρι του. Ύστερα, κοιτάζοντάς με καταπρόσωπο, είπε: «Συγχαρητήρια, κυρία μου». Οι άλλοι επανέλαβαν «Συγχαρητήρια» και μου έσφιξαν το χέρι. Η γυναί- κα χαμογέλασε. Σκεφτόμουν διαρκώς τη σκηνή καθώς βάδιζα προς τη στάση του λεωφορείου, με οργή ανάμεικτη με κάτι που έμοιαζε με ντροπή. Το ίδιο βράδυ, έγραψα στους γονείς μου πως ήμουν πλέον «ανα- γνωρισμένη» καθηγήτρια. Η μητέρα μου μου απά- ντησε πως ήταν πολύ χαρούμενοι για μένα. Ο πατέρας μου πέθανε ακριβώς δυο μήνες μετά. Ήταν εξήντα εφτά χρονών και κρατούσε μαζί με τη μητέρα μου ένα καφεπαντοπωλείο σε μια ήσυχη γειτονιά κοντά στον σταθμό, στο Ι… (Σεν-Μαρι- τίμ). Σκόπευε να βγει στη σύνταξη του χρόνου.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=