Ο θείος Πλάτων

O ΘΕΙΟΣ ΠΛΑΤΩΝ | 15 όσο τ’ άκουγε αυτά, και είχε κοκκινίσει ολόκληρος. Τα καστανά του μάτια βούρκωσαν. Ήτανε πολύ ωραίο αγοράκι κι ας μην έμοιαζε σταλιά στον θείο Πλάτωνα κι ας μην είχε καταγάλανα μάτια. Σε λίγο μπήκε η μαμά στο δωμάτιο και οι κουβέ- ντες μας σταμάτησαν. Εκείνη είπε στα παιδιά πως κάπου πρέπει να πάνε και θύμωσε που με είχαν παρατήσει κατάχαμα στο χαλί. — Όλα τα παρατάτε στη μέση και πρέπει εγώ να τα μαζεύω, τους μάλωσε. Με μάζεψε λοιπόν και μ’ έβαλε πάνω στο ράφι, πλάι στον Δημέλ. Δεν υπάρχει πιο βαρετό πράγμα στον κόσμο από το να κάθεσαι πλάι σε άψυχα παι- χνίδια. Δεν ήτανε μονάχα ο Δημέλ, αλλά κι ένα σωρό αντιπαθητικά πλάσματα που τα λένε κούκλες, και δε σιχαίνομαι τίποτα στον κόσμο πιότερο απ’ αυτές. Έχουνε όλες τους το ίδιο χαζό χαμόγελο και δεν ξέρουν να κάνουν τίποτ’ άλλο παρά να βγάζουν έναν ήχο που μοιάζει με «μαμά», κι αυτό πρέπει να τις ζουλήξεις στην κοιλιά για να το πουν. Δοκίμασα να πιάσω κουβέντα με τον Δημέλ, μα εκείνος απόμεινε βουβός σαν ξύλο. Συλλογίστηκα πως μπορεί να περάσω όλη μου τη ζωή σε κείνο το ράφι και να γίνω κι εγώ καμιά μέρα ένα άψυχο παι- χνίδι με μισοξηλωμένο αυτί. Ήθελα να κλάψω, μα δεν ήξερα αν τα γαϊδούρια βγάζουνε δάκρυα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=