Ο θείος Πλάτων

AΛKH ZEH 18 | οι τρεις πάνω στο περβάζι του παράθυρου. Το περ- βάζι είναι από το μέσα μέρος του δωματίου και είναι πολύ φαρδύ. Απάνω είναι στρωμένο ένα κλαρωτό παπλωματάκι. Χωρούσε να καθίσουμε κι οι τρεις μας, αναπαυτικά αναπαυτικά. — Κοίτα, Πλάτωνα, λέει η Ειρήνη και μου γνέφει να δω έξω. — Κοίτα, Πλάτωνα, ξαναλέει κι ο Γιάννης. Κοίταξα. Όλα ήτανε κάτασπρα, πιο άσπρα κι από τη ζάχαρη, κι απάνω σ’ αυτό το άσπρο, που το λένε χιόνι, χοροπηδούσαν αρκουδάκια: μαύρα, άσπρα, καφεδιά. Βέβαια, τώρα ξέρω πως είναι παιδάκια τυ- λιγμένα στις γούνες τους. Πολλά απ’ αυτά τσουλού- σανε καθισμένα πάνω σε κάτι χαμηλά καρεκλάκια, που η Ειρήνη μου εξηγεί πως τα λένε έλκηθρα. Το παράθυρο έχει διπλά τζάμια, για να μην περ- νάει το κρύο, μου λένε, γι’ αυτό παραξενεύτηκα πολύ που, χάμω, στο διάστημα που άφηναν τα τζά- μια μεταξύ τους, είχε περάσει χιόνι και είχε καλο- στρωθεί μάλιστα παχύ παχύ. Σε μια άκρη πάνω στο χιόνι, καθότανε και ξύλιαζε ένα παράξενο κοκαλένιο ανθρωπάκι με αντιπαθητική πρασινωπή μούρη. — Πώς χώθηκε κει μέσα το χιόνι και το ανθρωπά- κι; ρώτησα. — Δεν είναι χιόνι, λέει η Ειρήνη, είναι βαμβάκι και το βάζουνε για να μην περνάει το κρύο από τις χα-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=