Ο θείος Πλάτων

O ΘΕΙΟΣ ΠΛΑΤΩΝ | 17 — Τις είδες τις χιονονιφάδες, Πλάτωνα; με ρώτησε ξαναμμένα η Ειρήνη. — Έτσι τα λένε τα άσπρα πουλιά; απόρησα εγώ. — Δεν είναι πουλιά, μου εξηγεί εκείνη, είναι χιο- νονιφάδες. Πέφτουν από τον ουρανό στη γη και γίνονται χιόνι. — Θα σκάσω, κλαψούρισε ο Γιάννης, που στεκό- τανε έτσι όπως τον είχε αφήσει η Ειρήνη, στη μέση της κάμαρας, μπαμπουλωμένο με τη γούνα του. Η Ειρήνη άρχισε γρήγορα να του ξεκουμπώνει τη γούνα του και να τον μαλώνει. — Είσαι πια τεσσάρω χρονώ και κάνεις σαν μωρό. Δεν μπορείς ούτε να γδυθείς μόνος σου. Ωραίος αστροναύτης θα γίνεις, που θα πρέπει να γδύνεσαι και να ντύνεσαι γυρισμένος ανάποδα μέσα στο δια- στημόπλοιο. — Δε θέλω να γίνω αστροναύτης, το ξέρεις, μουρ- μουρίζει ο Γιάννης. Η μαμά το θέλει, εγώ θέλω να γίνω κλόουν. Η Ειρήνη απόγδυσε τον Γιάννη, πήγε κοίταξε έξω από το παράθυρο και με φώναξε. — Έλα να δεις, Πλάτωνα! — Να δεις, Πλάτωνα, λέει κι ο Γιαννάκης, που συνηθίζει να ξαναλέει την τελευταία φράση της αδελφής του. Γύρισε η Ειρήνη, με πήρε και σκαρφαλώσαμε κι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=