Ο θείος Πλάτων
AΛKH ZEH 16 | Κοίταξα προς το παράθυρο. Από το ράφι δε φαι- νότανε τίποτα, παρά μονάχα ένας ασπρουδερός ου- ρανός. Ξάφνου όμως όλα άλλαξαν. Έξω άρχισαν να πετούν κάτι παράξενα άσπρα πουλιά. Στην αρχή ήταν λίγα, μια πετούσαν, μια χάνονταν. Ύστερα γέ- μισε ο τόπος πουλιά άσπρα, με λογής λογής σχήμα- τα, που άρχισαν να χορεύουν τους πιο παράξενους χορούς και να στριφογυρίζουν, λες και τους παίζανε μουσική ποπ. Άρχισα τότε κι εγώ να χτυπάω έναν τρελό ρυθμό με το πόδι μου κι έδωσα μια σαν να ’θελα να πετά- ξω, μα βρέθηκα ανάσκελα πάνω στο χαλί, κι ούτε πουλιά πια ούτε τίποτα. Ευτυχώς δεν έμεινα για πολύ σ’ αυτή τη στάση. Μπήκε μέσα στο δωμάτιο η Ειρήνη και κρατούσε από το χέρι ένα ολόμαυρο αρκουδάκι. — Γρήγορα, γρήγορα, Γιαννάκη, να τις δείξουμε στον Πλάτωνα πριν λιώσουν, λέει η Ειρήνη και με μαζεύει από το χαλί. Δεν ήτανε αρκουδάκι αυτό που κρατούσε η Ειρή- νη από το χέρι, ήτανε ο Γιάννης, που φορούσε μια κατάμαυρη γούνα κι ένα γούνινο καπελάκι που του σκέπαζε τ’ αυτιά, το πιγούνι και το μέτωπο. Μα το πιο παράξενο, πάνω στη γούνα του Γιάννη στρογ- γυλοκάθονταν τα άσπρα πουλιά που είχα δει να πετάνε έξω από το παράθυρο.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=