Ο θάνατος του Οδυσσέα

O Θ Α Ν Α Τ Ο Σ Τ Ο Υ Ο Δ Υ Σ Σ Ε Α 15 Ο γέρος έκανε νόημα στον ανιψιό του να καλύψει τον πίνα- κα και ζήτησε από τον Άρη και τη Μάγδα να κάτσουν πίσω στις θέσεις τους. Στήριξε το κορμί του με το μπαστούνι και ανέβηκε τα τέσ- σερα σκαλιά που οδηγούσαν στο κατάστρωμα. Εκείνη τη στιγ- μή ένας μεγάλος φακός φώτισε την καμπίνα όπου κάθονταν οι τρεις τους, ενώ ένα ταχύπλοο πλεύρισε το καταμαράν. Ο γδούπος που ακούστηκε πάνω από τα κεφάλια τους τους έκανε να καταλάβουν πως δεν ήταν μόνοι. Ο Πετεινός κοίταξε τη Μάγδα σαν να περίμενε μια οδηγία. Εκείνη δεν αντέδρασε. Ο Θείος είχε προστάξει να καλύψουν τον πίνακα και να περι- μένουν. Ο Άρης μπορούσε να δει στο τελείωμα της σκάλας δύο ζευ- γάρια μαύρες αρβύλες να στέκονται απέναντι από τις καφέ μπότες του γέρου. Έξω από τα φινιστρίνια, μια γαλακτόχρωμη φωτεινή λωρίδα χρωμάτιζε το βάθος με αμυδρό λευκό χρώμα. Τώρα τα πόδια με τις αρβύλες άλλαξαν πορεία, ενώ μια μαύρη αδιάβροχη βαλίτσα προσγειώθηκε δίπλα στις μπότες του γέρου. Δευτερόλεπτα μετά, ο Άρης άκουσε το όνομά του και ανέβηκε στο κατάστρωμα. Ήταν μόνοι. Εκείνος και ο Θείος, ενώ το ταχύπλοο απομα- κρυνόταν στο πέλαγος. Ο γέρος έδειξε με το μπαστούνι μια μαύρη βαλίτσα και ο Άρης έσκυψε να τη σηκώσει. «Έλα μαζί μου». Η αποσκευή ήταν βαριά και αποφάσισε να τη σύρει. Ο γέρος προχώρησε προς τη λευκή λουστραρισμένη πόρτα στο βάθος του καταστρώματος, ενώ το καταμαράν παλαντζάρισε στην ακαταστασία των νερών. Ο Άρης προσπαθούσε μάταια να αποφασίσει αν αυτό που έσερνε προς την πόρτα ταλαντευόταν από τα απόνερα ή αν κά- τι ζωντανό πάλευε να δραπετεύσει δονώντας τη χειρολαβή του.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=