Ο θάνατος του Οδυσσέα

Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Σ Σ Ι Μ Ο Σ 28 έξυπνη. Άξιζε κάθε ευκαιρία και δεν θα ήμουν εγώ ο χωρισμέ- νος με παιδί που θα της έκοβε τα φτερά. «Είμαι περήφανος για σένα». «Τόσο πολύ σου άρεσε το καλαμάρι;» «Τα μύδια μού άρεσαν» είπα για να την πειράξω. «Το κα- λαμάρι ήθελε λίγο ακόμα βράσιμο» συμπλήρωσα. Πήρε ένα μαχαίρι, έκοψε το καλαμάρι σε μια μικρή ροδέλα και το δάγκωσε επιδεικτικά μπροστά μου. «Λουκούμι είναι» είπε σοβαρή και σέρβιρε στο ποτήρι της κρασί. Εγώ με το ζόρι να είχα πιει δυο γουλιές. «Έχω άγχος, Χρίστο. Είναι μεγάλο βήμα για μένα». Μέσα μου φλέρταρα με την ιδέα να της πω να μην πάει, να το ξανασκεφτεί, αλλά μπάζωσα το στόμα μου με άλλη μια μπουκιά παπαρδέλες. «Δεν είμαι και καμιά παιδούλα… Άλλοι θα σκότωναν γι’ αυτή την υποτροφία». Κατάπια την μπουκιά μου και της χαμογέλασα. Η πείρα μού είχε αποδείξει πως άλλοι σκότωναν για πολύ λιγότερα. Ένιωσα μια γλυκιά αίσθηση γυναικείας στοργής να με αγκα- λιάζει και μια βαθιά θλίψη που αναγνώριζα πως οι φορές που θα ένιωθα το κορμί της Ιουλίας στα χέρια μου μπορούσαν πια να μετρηθούν. «Κουράστηκες σήμερα ή…;» ρώτησε λάγνα. «Σε θέλω» ψι- θύρισε. ——— Το τηλέφωνο χτύπησε στη μία και τέταρτο, ενώ το ανοιχτό παντζούρι του σαλονιού κοπανούσε από τον αέρα στην κάσα του παραθύρου. Η Ιουλία τράβηξε την κουβέρτα προς το μέρος της και εγώ σηκώθηκα από το κρεβάτι, φτάνοντας μισόγυμνος στην κουζίνα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=