Ο θάνατος του Οδυσσέα

Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Σ Σ Ι Μ Ο Σ 26 Μπήκα κάτω από το ντους και άφησα το νερό να τρέξει πάνω μου. Όποτε πλησίαζα την ευτυχία, αυτή την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια. Άδειασα το σαμπουάν στο κεφάλι μου και τα δάχτυλά μου γλίστρησαν στα μαλλιά μου με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η Ιουλία θα ξεγλιστρούσε από την Εύβοια τις επόμενες μέρες – άηχα, δυ- ναμικά, καθαρίζοντας το παρόν της με ένα υποσχόμενο μέλλον. Όταν βγήκα από το μπάνιο, με περίμενε στο τραπέζι. Φόρε- σα τζιν και ένα καθαρό μπλουζάκι και κάθισα δίπλα της. «Πιστεύω να μην απαιτούσε επίσημη ενδυμασία το δείπνο, κυρία μου». Χαμογέλασε. Έβαλα στα ποτήρια μας κρασί και εκείνη σέρβιρε στα πιάτα μας από μια σαλάτα με λευκό λάχανο, πιπεριά τουρσί και αγγούρι. «Στην υγεία μας!» είπα και πρότεινα το ποτήρι προς το μέρος της. Έπιασε το δικό της με τα λεπτά της δάχτυλα και ευχήθηκε: «Στην επόμενη νίκη!» Το κρασί γαργάλησε τον λαιμό μου. Ήταν γλυκό και δροσε- ρό. Στη μέση του τραπεζιού μια πιατέλα με παπαρδέλες, κόκ- κινη σάλτσα, μύδια και φρέσκο καλαμάρι άχνιζε, ευωδιάζοντας το δώμα με ντομάτα και κρεμμύδι. «Πώς τα πήγε η αθλήτριά σου;» ρώτησε. «Άντεξε, αλλά η αντίπαλος ήταν πιο έμπειρη». «Στεναχωρήθηκε;» «Δεν κατάφερα να τη ρωτήσω» είπα μασουλώντας λάχανο και ψωμί. «Τι εννοείς;» «Έπιασε μια μικρή φωτιά σε μια αποθήκη λίγα χιλιόμετρα μακριά και εκκενώσανε το γήπεδο άρον άρον για προληπτικούς λόγους». «Να την πάρεις τηλέφωνο».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=