Ο θάνατος του Οδυσσέα

Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Σ Σ Ι Μ Ο Σ 24 ρισκα συνεχώς κόλπα και παγίδες μήπως δώσει ο θεός των αντικαπνιστών και το σκοτώσω ολοκληρωτικά. Τώρα τελευταία είχα στήσει ένα ακόμα τέχνασμα στον εαυτό μου και δεν κου- βαλούσα πάνω μου την ταμπακιέρα. Με πόνο ψυχής την άφηνα μια στο αμάξι, μια στο σπίτι, άλλοτε στο Τμήμα, οπουδήποτε μακριά από την εσωτερική τσέπη του παλτού μου – και αν έκρινα από τον αριθμό των τσιγάρων που μετρούσα μέσα της, το κόλπο είχε πιάσει. Η ώρα ήταν λίγο μετά τις επτά και η λεωφόρος Χαϊνά είχε αρχίσει να γεμίζει αμάξια από τους Αθηναίους εκδρομείς της Κυριακής, που μετά τα όστρακα και τα ούζα έπιναν στην πα- ραλία τον πικρό καφέ του αποχωρισμού από το μπλε της θά- λασσας και ξεκινούσαν για το γκρι της πόλης. Η σακαράκα μου έφτασε στον αριθμό 32 και στο επόμενο στενό έστριψα δεξιά. Στάθμευσα στην άκρη, έσβησα τη μηχανή και τράβηξα μια τελευταία τζούρα από καπνό βανίλιας. Κού- μπωσα το παλτό μου μέχρι πάνω και βγήκα έξω από το αμάξι, ανοίγοντας την πίσω πόρτα. Ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει για τα καλά, ενώ μια λάμπα της ΔΕΗ τρεμόπαιζε στην άκρη του δρόμου. Δίστασα. Προσπαθού- σα να απασχολώ το μυαλό μου και να μην το συλλογίζομαι, αλλά τώρα η σκέψη με γέμισε λύπη. Οι μέρες περνούσαν. Έχωσα το μισοτελειωμένο πουράκι σε ένα από τα μπουκα- λάκια νερό που είχε εκσφενδονίσει ο Ορέστης στο πίσω κάθισμα και τακτοποίησα όπως όπως το εσωτερικό, πετώντας τελικά τρία άδεια μπουκάλια και δυο λαδωμένα χαρτιά τυρόπιτας στον κάδο απέναντι από την πολυκατοικία όπου έμενα. Την ταμπα- κιέρα την απόθεσα ξανά στο ντουλαπάκι συνοδηγού και κλεί- δωσα τις πόρτες. Η γειτόνισσα του τρίτου ορόφου, σαν καλή κουτσομπόλα, παρακολουθούσε τις κινήσεις μου και εγώ σαν αξιόμαχος ύπο- πτος έκανα πως δεν τη βλέπω. Άνοιξα την εξώπορτα της εισό- δου και έφτασα με το ασανσέρ στον τρίτο. Στην πρώτη στροφή

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=