Ο θάνατος του Οδυσσέα

O Θ Α Ν Α Τ Ο Σ Τ Ο Υ Ο Δ Υ Σ Σ Ε Α 21 είπε ο κοντοκουρεμένος άντρας και έκανε πως χαιρετά με το υποτιθέμενο πηλήκιο στο κεφάλι του. «Και με καμιά τριανταριά κιλά θα την κάνουμε πρωταθλή- τρια» φώναξα πάνω από τις σειρήνες, ενώ ένα παρατεταμένο σφύριγμα ακούστηκε από πίσω μας. Οι συνάδελφοι της Τροχαίας έκαναν νόημα να προχωρήσου- με προς το εξωτερικό πάρκινγκ, δείχνοντάς μας την έξοδο προς την οδό Διομήδη. Ο καπνός ερχόταν από τον βορρά και, αν υπολόγιζα καλά από τις σειρήνες των πυροσβεστικών, ο Ορέστης είχε δίκιο. Οι φωτιές έκαιγαν την προκατασκευασμένη αποθήκη πάνω από την Αθανασίου Διάκου. Η δημοτική αποθήκη αποκριάτικων στολών δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα τετράγωνο κοντέινερ πεταμένο καταμεσής ενός χωραφιού και περιφραγμένο με φτηνό συρματόπλεγμα. Λόγω της έκτασής της αλλά και της υγρασίας του απογεύματος, υπολόγιζα πως σε λιγότερο από μία ώρα οι πυροσβέστες θα είχαν θέσει τη φωτιά υπό έλεγχο. «Εδώ αριστερά» έδειξα και προχώρησα προς το αμάξι, με τον Ορέστη να περπατά δίπλα μου. «Θα με πάρεις μαζί, αφεντικό, γιατί το μηχανάκι το έχω συνεργείο» είπε ο Ορέστης και εγώ άνοιξα το πορτμπαγκάζ του κόκκινου Golf μου, πετώντας μέσα τον σάκο με τις πετσέτες και τα δεύτερα γάντια. Βαμβακάς και Μινιόν είχαν φύγει νωρίτερα, δίχως κουβέντες και ασπασμούς. Ο Ορέστης άνοιξε πρώτος την πόρτα. «Ένα πλύσιμο το θέλει! Πώς το έχεις έτσι, ρε αφεντικό;» Σήκωσε δυο άδεια μπουκαλάκια με νερό από τα πόδια του και τα πέταξε στο πίσω κάθισμα, δένοντας τη ζώνη του πάνω από το κοτλέ σακάκι του. «Περιμένω να βρέξει και ύστερα θα το πάω» είπα για να δικαιολογηθώ και γύρισα το κλειδί στη μίζα. Έλυσα με προ- σπάθεια το χειρόφρενο και με ανάλογη προσπάθεια η σακαρά-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=