Ο θάνατος του Οδυσσέα

Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Σ Σ Ι Μ Ο Σ 20 μογελαστός. Αψεγάδιαστος, το μαλλί περιποιημένο με ζελέ, ενώ τώρα παρατηρούσα το μπλε μαντίλι στο πέτο του. Δεν ήταν μόνος. Δίπλα του ένας συνταγματάρχης του Στρα- τού Ξηράς και ένας του Ναυτικού με τα αρχικά ΟΥΚ στο στήθος της στολής με κοιτούσαν σαν να έβλεπαν πρώτη φορά αξιωμα- τικό με μαύρη φόρμα και λευκό φανελάκι. Κατέβηκα από το ρινγκ προσποιούμενος πως με ενδιέφερε η γνωριμία μαζί τους. Στο πρώτο «καλησπέρα σας» η φωνή μου καλύφθηκε από τα ηχεία του σταδίου, γλιτώνοντάς με από τα γλειψίματα. «Προσοχή! Παρακαλώ, προσοχή! Όλοι οι παρευρισκόμενοι καλούνται να εκκενώσουν τον χώρο. Παρακαλώ, εκκενώστε τον χώρο!» ——— Η μυρωδιά καμένου ήταν η σωστή ένδειξη πως η εκκένωση του γηπέδου ήταν απαραίτητη, ειδικά όταν τοπικοί επικεφαλής Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας βρίσκονταν απλω- μένοι σε καμιά πενηνταριά καρέκλες μέσα σε ένα κλειστό γή- πεδο ενώ σε απόσταση τριών χιλιομέτρων καιγόταν η δημοτική αποθήκη αποκριάτικων κουστουμιών. Αυτή ήταν η πρώτη πληροφορία που έφτασε στα αυτιά μου μαζί με τις σειρήνες των πυροσβεστικών, και ο Ορέστης στάθη- κε δίπλα μου. «Πάει το καρναβάλι…» «Καίγεται η αποθήκη;» «Έτσι άκουσα να λένε». «Ήθελες να κουστουμαριστείς;» Έκανε να γελάσει, αλλά η χαιρετούρα του αντίπαλου προ- πονητή που πέρασε μπροστά μας έσφιξε τα πρόσωπα και των δύο μας. «Πολύ καλή η δικιά σας… Λίγη δουλίτσα παραπάνω θέλει…»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=