Ο σέντερ φορ δολοφονήθηλε το σούρουπο

Ο Σ Ε Ν Τ Ε Ρ Φ Ο Ρ Δ Ο Λ Ο Φ Ο Ν Η Θ Η Κ Ε Τ Ο Σ Ο Υ Ρ Ο Υ Π Ο 11 μιας εξώπορτας φωνάζοντας σαν καμιά υστερική και μ’ ένα σουγιαδάκι στο χέρι, από κείνα που κάποτε τα χρησιμοποιούσαν για να ξύνουν τα μολύβια. Έτρεξε η δόνια Κόντσα στο δρόμο και του κατέβασε χίλια καντήλια του μεθυσμένου, του έσουρε όσα πρέπει να σούρει μια γυναίκα σ’ έναν γεροδεμένο άντρα για να του περάσει τ’ αρχίδια γραβάτα, για να του κάνει τα τρία δύο: «Παλιοκερατά, πούστη, μπάσταρδε, φασίστα». Πάνω απ’ όλα εκείνο το «φασίστα» αποδιοργάνωσε και τρόμαξε τον μεθυσμένο, που υποχώρησε σαν ολόκληρος στρατός ολοκληρω- τικά ηττημένος. Αν και μεθυσμένος, δεν είχε χάσει την επαφή του με την πραγματικότητα της εποχής και ζούσαμε σε μια δημοκρατική εποχή. Εκείνη τη νύχτα ξεκίνησε η ιστορία των σάντουιτς με τις σαρδέλες και του καφέ με γάλα. «Γιατί, αν δεν βάλεις κάτι στο στόμα σου, δεν θα έχεις δυ- νάμεις ούτε για να τρυπηθείς». Ήταν ένα πειστικό επιχείρημα. Και μετά τον δεύτερο καφέ με γάλα είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους αρκετή οικειότητα ώστε να τη ρωτήσει: «Για πες μου, νιώθεις τίποτα όταν σε πηδάνε;» «Εξαρτάται από το πόσο φτιαγμένη είμαι. Αν είμαι φτιαγ- μένη, σκοτίστηκα. Αν δεν είμαι, είναι σαν να μου κάνουν κλύ- σμα». «Και τι ξέρεις εσύ από κλύσματα, κορίτσι μου; Στην εποχή μου, μάλιστα· να δεις ένα κλύσμα που σου τραβάγανε έτσι και δεν είχες το νου σου!» «Μου έκαναν ένα σε μια θεραπεία αποτοξίνωσης, γιατί είχα γίνει δυσκοίλια». «Για κοίτα, λοιπόν, πώς κατάντησε το επάγγελμα. Εγώ ξε- κίνησα απ’ το δρόμο, ώσπου γνώρισα τον Παμπλίτο και δυο τρεις ακόμα, γιατί μόνο με τον Παμπλίτο δεν τα έβγαζα πέρα. Και τότε, λοιπόν, άνοιγες τα πόδια κι άφηνες τον άλλο να κάνει

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=