Ο σέντερ φορ δολοφονήθηλε το σούρουπο

M A N U E L V Á Z Q U E Z M O N T A L B Á N 8 καρίσει τον εαυτό της ατενίζοντας την επιγραφή που είχε βάλει να τοποθετήσουν πριν από τρεις μήνες και που την καθιέρωνε ως ιδιοκτήτρια εκείνης της επιχείρησης, για την οποία είχε αγω- νιστεί σε όλη της τη ζωή. «Στήσε μου μία πανσιόν, Παμπλίτο. Στήσε μου μία πανσιόν, γιατί μια μέρα δεν θα σου αρέσουν πια και τόσο τα βυζιά μου κι όταν πάψουν να σου αρέσουν, πού σε είδα πού σε ξέρω, κι εγώ θα βρεθώ να κάνω πεζοδρόμιο γριά γυναίκα για τρεις κι εξήντα». Και τον Παμπλίτο τον έπιαναν τα γέλια με την πρόνοια για τα γηρατειά, μα όλο και λιγότερο, όλο και λιγότερο, ώσπου τον βρήκε εκείνο το άσθμα και της μέτρησε τα φράγκα σχεδόν in articulo mortis * . Σταυροκοπήθηκε και προσευχήθηκε μουρμουρίζοντας δυο λόγια από το «Πάτερ ημών» προς τιμήν του πιο γνοιασμένου εραστή που είχε ποτέ. «Πόσο μου λείπεις, Παμπλίτο! Αχ, πόσο μου λείπεις!» Δεν της έλειπε όμως. Αν ήταν ειλικρινής με τον εαυτό της, καθόλου δεν της έλειπε ο Παμπλίτο, δεκάρα δεν έδινε κι αρκετά είχε τρα- βήξει με το να υπομένει το βάρος του, σαν του ελέφαντα, πάνω της για είκοσι χρόνια σχεδόν, αν και, μόλις τον φανταζόταν πεθαμένο και μονάχο μέσα στο φέρετρο, την έπαιρνε ο πόνος και της έρχονταν δάκρυα στα μάτια. Από το μπαλκόνι ατένισε το τοπίο πασαλειμμένο από το δειλινό κι απ’ τις οριστικές σκιές των ερειπωμένων κτιρίων. Τρία μπαρ με πουτάνες, ένα πανάρχαιο γαλατάδικο, δύο πανσιόν, τέσσερις ξεδοντιασμένες σκάλες από ξεχαρβαλωμένα κτίρια όπου επιβίωναν Λατινοα- μερικάνοι και κάτι σενεγαλέζοι μαύροι και γέροι, και τα υπό- λοιπα, σπίτια που κατέρρεαν από τα γηρατειά, την εγκατάλει- ψη και τη λησμονιά. Εκείνης θα της άρεσε να στήσει την πανσιόν στο Ενσάντσε, ο Παμπλίτο όμως είχε υποχρεώσεις και προς την οικογένειά του και μπράβο του που τη θυμήθηκε τελικά και της * Ως επιθανάτια δωρεά.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=