Ο σέντερ φορ δολοφονήθηλε το σούρουπο

« Τ ο δωμάτιο μυρίζει ακόμη φάρμακο ή κάτι άλλο πολύ παράξενο» γκρίνιαξε από μέσα της, ενώ τα ρουθούνια της μεταβάλλονταν σε μια αεικίνητη προβοσκίδα που προσπα- θούσε να αιχμαλωτίσει τα εσώψυχα εκείνης της μυρωδιάς. «Δεν μ’ αρέσει να μυρίζει έτσι το σπίτι μου. Ένα σπίτι καθωσπρέπει δεν μυρίζει έτσι». Είχε στρώσει το κρεβάτι κι είχε ξεφυλλίσει τις αθλητικές εφημερίδες που ήταν σκορπισμένες σε όλο το δωμάτιο. Από τις τσέπες των κουστουμιών του μυρωδάτου φιλοξενούμενου δεν αποκόμισε καμία πληροφορία, ούτε άλλω- στε και από τα εσώρουχά του, επιμελώς τακτοποιημένα στα συρτάρια της σιφονιέρας. Το πηγαινέλα της φωτεινής επιγραφής της ιδιόκτητης πανσιόν της έδινε το ρυθμό στην καταιγίδα που καθρεφτιζόταν στην όψη της δόνια Κόντσα. Το φως την τσάκω- νε εξοργιστικά σαστισμένη, η σκιά τη βύθιζε σε μια συμπυκνω- μένη δυσπιστία. «Να δεις που τρυπιέται. Α, όχι κι άλλα σκατά. Λες και δεν μας φτάνουν όσα σκατά έχουμε ήδη σ’ αυτή τη γειτονιά και σ’ αυτό το σπίτι». Δεν φαινόταν όμως από κείνους τους βλαμμένους με τη σύριγγα, έδειχνε ένας μάλλον γερός και καλοβαλμένος άνθρωπος, που μιλούσε χαμηλόφωνα και ήταν πάντα πεντακάθαρος. Από το διπλανό δωμάτιο άκουγε θορυ- βημένη τα συχνά ντους και την επιμονή του νερού πάνω σ’ ένα σώμα, σάμπως εκείνος ο ένοικος να το είχε βάλει σκοπό να της τινάξει στον αέρα τον υδάτινο προϋπολογισμό της. Αν όλοι οι ένοικοι ήταν τόσο καθαροί όσο αυτός, θα μπορούσε να βάλει λουκέτο στην πανσιόν, μόνο και μόνο από το λογαριασμό του νερού. Βγήκε στο μπαλκόνι για να κλαδέψει τα γεράνια, να χαϊδέψει τον κισσό που κρεμόταν από μια γλάστρα και να μα-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=