Ο σάκος του φόνου (Pocket)

[ 16 ] Ο χοντρός άνοιξε το πορτμπαγκάζ και η μαύρη τρύπα την περί- μενε σαν τάφος. Με κάποιο μέρος του μυαλού της αντιλήφθηκε ότι κάποιος ούρ- λιαζε στο πίσω κάθισμα, ούρλιαζε για το μάτι του. Αυτός που είχε τραυματίσει. Αυτός που είχε τυφλώσει. Μακάρι να μπορούσε να τους τραυματίσει όλους. Μακάρι να μπορούσε να τους τυφλώσει όλους. Μα τον Θεό, τους άξιζε. Μα ήταν πολύ αργά. Ήταν χαμένη πια. Ένιωσε την αδυναμία και την εξουθένωση να κυριεύουν το κορμί της, να την κατακλύζουν. Είχαν κερδίσει. Οργισμένα χέρια πάνω της, να την αγγίζουν, να την ξεζουμίζουν απ’τους λιγοστούς χυμούς που της απέμεναν, να τη σηκώνουν στον αέρα και να τη χώνουν με τη βία στο πορτμπαγκάζ. Το καπάκι την κοπάνησε και χάθηκε στο σκοτάδι, καθώς το αμά- ξι επέστρεφε αργά προς το ένδοξο παλιό σχολείο, όπου θα πέθαινε στο στρώμα του υπογείου όπου δεν ήτανε ποτέ γραφτό της να πε- θάνει. Στις τελευταίες στιγμές της είδε την οικογένεια που δεν θ’ αντί- κριζε ποτέ ξανά και –πίσω απ’ την οικογένεια, σαν δρόμο που είχε δει φευγαλέα μα ποτέ δεν ακολούθησε– είδε καθαρά τον άντρα που ποτέ δεν θα γνώριζε και τα παιδιά που ποτέ δεν θα γεννιούνταν και την ωραία ζωή, γεμάτη αγάπη, που της είχαν κλέψει. Και, καθώς η ψυχή της έφευγε απ’ το σώμα της, η τελευταία της πνοή ήταν μια βουβή κραυγή οργής κι οδύνης για όλα όσα της είχαν κλέψει τη νύχτα του θανάτου της.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=