Ο σάκος του φόνου (Pocket)

[ 11 ] ΠΡΟΛΟΓΟΣ 1988 Ό ταν πήραν ό,τι είχαν να πάρουν από κείνη, την άφησαν πεσμέ- νη μπρούμυτα στο στρώμα σαν να ’ταν κιόλας νεκρή. Η αγέλη των νεαρών στο υπόγειο δωμάτιο: αγόρια με δύναμη άντρα και μοχθηρία παιδιού. Είχαν πάρει αυτό που ήθελαν, ως το τέλος, και τώρα πια δεν απέμενε τίποτα. Οι φωνές τους δεν ηχούσαν πια πάνω απ’το πρόσωπό της, σαρ- καστικές και χυδαίες, καυτές μέσα στ’ αυτί της. Τώρα ακούγονταν απ’ τη μακρόστενη τραπεζαρία, όπου κάπνιζαν και γελούσαν και αλληλοσυγχαίρονταν για το κατόρθωμά τους. Το μπλουζάκι της. Αχ και να μπορούσε να το πιάσει. Άγνωστο πώς, βρήκε τη δύναμη να το φτάσει, να το φορέσει και να κυλήσει απ’ το στρώμα στο πάτωμα. Δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί μέσα. Άρχισε να σέρνεται προς τα σκαλιά του υπογείου. Οι φωνές στο τραπέζι σίγησαν. Η πίπα, συλλογίστηκε η κοπέλα. Η πίπα που καπνίζουν τους κάνει νωθρούς, τους αποβλακώνει και τους κοιμίζει. Δόξα τω Θεώ που υπήρχε η πίπα. Είχε αίματα στο στόμα και το πρόσωπό της σφάδαζε απ’τον πό- νο. Όλα πονούσαν. Αίμα έτρεχε απ’ τη μύτη της και κολλούσε στον λαιμό της και της έφερνε εμετό, που με ζόρι τον κρατούσε. Σταμάτησε, συγκράτησε ένα νέο κύμα ναυτίας κι άρχισε πάλι να κινείται. Οι μύες σταπόδια της ήταν ασήκωτες πλάκες οδύνης.Τίποταστο σώμα της δεν λειτουργούσε όπως έπρεπε. Τίποτα, θαρρείς, δεν θα λειτουργούσε ποτέ ξανά.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=