Ο πολύγραφος ή Το καλοκαίρι των ηρώων

Ο ΠΟΛΥΓΡΑΦΟΣ Ή ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ | 9 Εκείνος ήταν μες στα πόδια των γονιών του, που ήταν συνεχώς πεσμένοι στα τέσσερα και κάρφωναν σανίδες και κόλλαγαν πλάκες ή ήταν ανεβασμένοι σε σκάλες και βάφαν. Τον είχα δει να πίνει γάλα με κακάο και να ζωγραφίζει. Κι ύστερα να παίρνει τις ζωγραφιές του, να τις κρατάει μπροστά στα μάτια του και να πηγαινοέρχεται με ύφος σοβαρό στον κήπο σαν να διάβαζε χάρτη. Και κάθε φορά έσκαβε, σήκωνε ευρήματα ψηλά στον ήλιο, τα επιθεωρούσε, τα καμάρωνε, τα τσέπωνε και μετά πάλι από την αρχή. Ένα πρωί με είχε στείλει η γιαγιά μου να ποτίσω τις πικροδάφνες στον Αϊ-Γιάννη. Προχωρούσα χαυ- νωμένος από τη ζέστη, με συντροφιά μύριους μι- κρούς βόμβους και θροΐσματα, μασουλώντας ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα, όταν ξάφνου, μέσα σε κείνη την υπόκωφη συναυλία της φύσης, τ’ αυτιά μου έπιασαν κάτι άλλο, γνώριμο κι ωστόσο παρά- ξενο. Στη στροφή κάτω απ’ το άδειο σπίτι του παπα- Σιδερή να σου ένα ποδήλατο ξαπλωμένο φαρδύ πλα- τύ στη μέση του δρόμου κι ένα παιδί με ξανθά τσου- λούφια και μεγάλα καστανά μάτια παρακεί να μιλάει. Εγώ σταμάτησα, εκείνο όχι. Σαν να στεκόμουν εκεί δίπλα του από την αρχή, η ιστορία του άπλωσε το χέρι και με τράβηξε μέσα της.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=