Ο πολύγραφος ή Το καλοκαίρι των ηρώων

Ο ΠΟΛΥΓΡΑΦΟΣ Ή ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ | 11 την προσπάθεια να μπούμε στο εγκαταλειμμένο χωραφάκι, ο Λεωνίδας γύρισε και μου χαμογέλασε και μ’ έπιασε από το μπράτσο. Δε βρήκαμε λίρες εκείνη τη μέρα, ούτε το φά- ντασμα του παπα-Σιδερή, αλλά βρήκαμε ο ένας τον άλλο. Γίναμε αχώριστοι. Οι γονείς του Λεωνίδα τον άφηναν ανακουφισμένοι να έρχεται στο σπίτι της γιαγιάς για παιχνίδι ή για να πηγαίνουμε μαζί στο μπάνιο. Κι όταν έμπαιναν στο αυτοκίνητο με προο- ρισμό την παραλία, έπαιρναν και μένα μαζί τους. Μέναμε εκεί όλη τη μέρα κάτω από μια τέντα, που ήταν ένα σεντόνι δεμένο σε τέσσερα καλάμια, κο- λυμπούσαμε, τρώγαμε ντομάτες και ψωμί με κοπα- νιστή, καρπούζια και σταφύλια κι οργώναμε την άμμο και τα βράχια, πάντα σε αναζήτηση κάποιου ευφάνταστου θησαυρού: πότε τον σκελετό του δια- βολικού συνταγματάρχη των Ες Ες Γκέοργκ φον Φάπεν, πότε ένα κιβώτιο με πιστόλια και πυρομα- χικά που έκρυψαν κυνηγημένοι αντάρτες στις κα- κοτράχαλες πλαγιές του όρους Καραμπάμ, πότε το κουρελιασμένο αλεξίπτωτο του κατάσκοπου Δημή- τρη Δημητριάδη, που τον είχαν ρίξει στο νησί για να χαρτογραφήσει τις εγκαταστάσεις των Ιταλών. Οι ιστορίες του Λεωνίδα ήταν συναρπαστικές. Υπήρχαν και φορές που καθόμασταν ανάσκελα στη ζεστή

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=