Ο πολύγραφος ή Το καλοκαίρι των ηρώων

ΜΑΡΙΑ ΣΚΑΜΑΓΚΑ 10 | – Το βλέπεις κι εσύ, δεν έχουμε άλλο τρόπο, είπε, απευθύνοντας τον λόγο σε μια θέση που πάνω της έτυχε να στέκομαι εγώ εκείνη τη στιγμή. – Τι; ψέλλισα με το ψωμί μετέωρο στο χέρι. – Πρέπει να μπούμε μέσα. Εκεί κρύψανε τις λίρες οι Γερμανοί. – Εντάξει, είπα, γιατί δεν ήξερα τι άλλο να πω. Κι έτσι αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε στα βάτα και στους παλιούς πασσάλους που υποχωρούσαν κάτω από τα πόδια μας, εγώ τρέμοντας ξαφνικά μέ- σα στην τόση ζέστη, ο Λεωνίδας ατάραχος, αφοσιω­ μένος στον σκοπό του. ΟΛεωνίδας δεν είχε ακούσει, βέβαια, βράδυ κάτω από το λουξ * την ιστορία του παπα-Σιδερή που κρεμάστηκε σε τούτο το σπίτι, όταν στον πόλεμο αφήσανε τον γιο του σκοτωμένο στο κατώφλι. Εγώ όμως ήμουν σχεδόν βέβαιος πως ο καλός παπάς γυρνούσε ακόμη σε κείνα τα δωμάτια κι εύκολα μας φανταζόμουν να πέφτουμε πάνω στο θλιμμένο φάντασμά του. Κι άντε μετά να του εξη- γήσουμε. Σαν να ’νιωσε την τρομάρα μου που φούντωνε με * Λάμπα πετρελαίου. Ώσπου να επεκταθεί το δίκτυο ηλε- κτροδότησης σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, οι λάμπες λουξ ήταν σε πολλά χωριά ο μοναδικός τρόπος να έχουν οι κάτοι- κοι φως τη νύχτα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=