Ο πόλεμος των κουμπιών

14 του, διέσχιζαν τον διάδρομο και ξεχύνονταν στην αυλή. Οι δυο Ζιμπί από το Βερνουά και οΜπουλούκος, που έσμιξε μαζί τους στον δρόμο, δεν έμοιαζαν να έχουν παραδοθεί στη γλυκιά μελαγχολία που έκανε τους υπόλοιπους συμμαθητές τους να σέρνουν το βήμα τους. Είχαν μάλιστα φτάσει τουλάχιστον πέντε λεπτά νωρίτερα από ό,τι τις προηγούμενες ημέρες. Βλέπο- ντάς τους να πλησιάζουν, ο κυρ Συμεών έβγαλε γορ- γά το ρολόι του, φέρνοντάς το μέχρι τ’ αυτί του για να βεβαιωθεί ότι λειτουργούσε και ότι όλα κυλούσαν σύμφωνα με το πρόγραμμα. Οι τρεις σύντροφοι μπήκαν γρήγορα μέσα, με ύφος φανερά ανήσυχο, και πήγαν γραμμή πίσω από τα αποχωρητήρια, στην απόμερη αυλή που έκρυβε το σπίτι του μπαρμπα-Γώγου (Αύγουστου), του γεί- τονά τους, για να συναντήσουν τους μεγάλους που είχαν ήδη μαζωχτεί εκεί. Εκεί, λοιπόν, βρίσκονταν ο Λεμπράκ, ο αρχηγός τους, που τον αποκαλούσαν και Λαγωνικό, και ο πρώτος υπασπιστής του, ο Καμί ή αλλιώς Τσίχλας – τον οποίο είχαν ονομάσει έτσι επειδή ήταν ο πιο επιδέξιος στο σκαρφάλωμα και όμοιός του δεν υπήρ- χε στο να βρίσκει κίχλες, που σ’ εκείνα τα μέρη τις φωνάζαν και τσίχλες. Στην παρέα ήταν και ο Γαμ- βέτας, από τον Λόφο, που ο πατέρας του, πάππου

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=